Δύο λόγια για το βιβλίο «Τα ταξίδια της Φηγού»
του Aναπλ. Καθ. Παναγιώτη Μπάρκα
Το τρίτομο βιβλίο «Τα ταξίδια της Φηγού» είναι του συγγραφέα Αναπλ. Καθ. Παναγιώτη Μπάρκα, ο οποίος διδάσκει στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου. Ο τίτλος του βιβλίου «Τα ταξίδια της Φηγού» σε πρώτη όψη μοιάζει λογοτεχνικός. Στην ουσία συμπυκνώνει όλη την πραγματικότητα μιας πρωτότυπης κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής ιστορικής προσέγγισης του φαινομένου που ο συγγραφέας αποκαλεί και τεκμηριώνει ως ο «Ηπειρωτισμός» που αποτελεί τη γεννήτρα, το λίκνο και την ωριμότητα του Οικουμενικού Ελληνισμού. Η Φηγός είναι η αρχέγονη βαλανιδιά που με τους καρπούς της πρωτόθρεψε τον άνθρωπο και ο Ηπειρώτης προήγαγε στο ιερό θεσμό του Μαντείου της Δωδώνης, κωδικοποιώντας έτσι τη μόνιμη και ιδιαίτερη σχέση του με τη φύση.
Για το συγγραφέα, το μαντείο της Δωδώνης και η Φηγός, δεν είναι απλώς το αρχαιότερο ελληνικό ιερό αλλά, όπως τεκμηριώνει στο βιβλίο του, αποτελεί γενικότερα και την αρχέγονη ρίζα της θεογονίας και κοσμογονίας και τον διαχρονικό πομπό-δέκτη στα δρώμενα του οικουμενικού Ελληνισμού και πολιτισμού. Συνεπώς, η προσέγγιση του Ηπειρωτισμού – Ελληνισμού στο βιβλίο ξεκινάει από τα απροσδιόριστα σε βάθος χρόνου όρια του μύθου, ο οποίος στην Ήπειρο, κατά τον συγγραφέα, διαφορετικά από κάθε άλλη περίπτωση, θα συνεχίσει την αλάνθαστη και άκαμπτη πορεία του και όταν συναντάει την ιστορία. Η διαχρονική αυτή αμφίπλευρη πορεία αποτελεί τα «ταξίδια» της Φηγού στο χώρο χρόνο της Ηπείρου και του Ελληνισμού. Το βιβλίο παρακολουθεί ως μια συνετή και αδιάσπαστη συνέχεια την εξέλιξη του Ηπειρωτικού Ελληνισμού μέχρι τις μέρες μας, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για σταθερές συντεταγμένες που μπορεί να αλλάζουν μορφή, όχι όμως την ουσία του Ελληνισμού, είτε αυτός επικρατεί σε ζώσα μορφή, είτε ως υπόστρωμα. Πρόκειται για μια πρωτότυπη προσέγγιση, τόσο σε σχέση με την οπτική γωνία και την μεθοδολογία, όσο και με τα στοιχεία και την ανάλυση.
Το βιβλίο του Παν. Μπάρκα κάνει μια πρωτότυπη προσέγγιση στο θέμα των σχέσεων των Ελλήνων και Αλβανών στην Ήπειρο. Με την πληθώρα των στοιχείων και τις οξυδερκείς αναλύσεις καταφέρνει να γνωρίσει τον ΄Έλληνα αναγνώστη με τον τρόπο σκέψης της αλβανικής ιστοριογραφίας και φιλολογίας, τις αλυτρωτικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας, τις οικειοποιήσεις του ελληνικού πολιτισμού και ιστορίας ως μέσο στερέωσης του ανθελληνικού του εθνικισμού. Ταυτόχρονα προμηθεύει την ελληνική ιστοριογραφία με την πληθώρα των επιχειρημάτων απόδειξης του αβάσιμου όλων αυτών των ισχυρισμών.
Όλα τα ιστορικά γεγονότα έχουν την δική τους κοινωνιολογική προσέγγιση ως μια πρωτότυπη μαρτυρία και ερμηνεία γεγονότων και καταστάσεων που μέχρι τώρα έχουν εξεταστεί επιφανειακά και μέσα από τα γνωστά κλισέ. Πρόκειται για το μάτι, την εμπειρία και τη γνώση ενός Έλληνα διανοούμενου που γεννήθηκε, μεγάλωσε, εργάζεται και κατοικεί στην Αλβανία.
Το βιβλίο αποτελείται από τρεις τόμους υπό τον γενικό τίτλο: «Τα ταξίδια της Φηγού».
Ο πρώτος τόμος φέρει ως δικό του χαρακτηριστικό τίτλο: «Ήπειρος: Η ταυτότητα και οικουμενικότητα του Ελληνισμού». Ο δεύτερος τόμος φέρει τον ιδιαίτερό του τίτλο: «Ήπειρος –η οικουμενικότητα του ελληνισμού ως ταυτότητα αντίστασης». Ο τρίτος τόμος φέρει ως δικό του τίτλο: «Ήπειρος – οι μυλόπετρες…. Αλλοιώθηκαν».
Το πρώτο μέρος σημαδεύει η αρχή ότι «Η Ήπειρος είναι μια διαδρομή που σε πάει ως τις ρίζες της δημιουργίας και της αρμονίας του Σύμπαντος.» Με το σκεπτικό αυτό αφού εντοπίζει τη Δωδώνη ως την απαρχή του Ελληνισμού, ο συγγραφέας φέρνει στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι το πρώτο ταξίδι των προγόνων των Ελλήνων προηγείται του Ινδοευρωπαϊσμού και αφορά τη διάδοση του γεωργικού πολιτισμού και τις κεραμικής σε όλη την Ευρώπη. Υπογραμμίζει έτσι με στοιχεία από πολλούς τομείς ότι ο Ινδοευρωπαϊσμός έχει την αφετηρία του στην πρώτη και πρωτόγονη (προ) ελληνική μεγάλη αυτοκρατορία, η οποία ξεκίνησε την 7-6 χιλιετία προ Χριστού για να κλείσει τον κύκλο της στις αρχές της τρίτης χιλιετίας. Με στοιχεία και αναλύσεις ο συγγραφέας πείθει ότι οι Έλληνες δεν ήρθαν στα μέρη τους από κάπου αλλού, (στο πλαίσιο του Ινδοευρωπαϊσμού), αλλά επέστρεψαν στην αρχέγονη κοιτίδα τους, αφού διέδωσαν τον πολιτισμό τους σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Δεν πρόκειται για κάθοδο ελληνικών φύλων, αλλά για επιστροφή αυτών στην παλιά τους κοιτίδα.
Ένα άλλο ταξίδι, μας λέει ο συγγραφέας, είναι το θεοτήτων. Με γεννήτρα τη Δωδώνη «οι θεοί» θα ανέβουν στον Όλυμπο για να «επεκταθούν» και να «διοικήσουν» όλον τον ελληνικό κόσμο. Θα μετάσχουν ενεργά στον εκπολιτισμό των ελληνικών πόλεων κρατών και υπό κοσμική μορφή, που αποχτούν εδώ, θα επιστρέψουν στην Ήπειρο κατά το 5-4 π.Χ. αι. Στο πλαίσιο αυτό εδράζεται στο βιβλίο και η Αργοναυτική εκστρατεία. Εντυπωσιάζουν στο ταξίδι των θεοτήτων οι σχέσεις της θεάς Αθηνάς με την Ήπειρο και ειδικά με την Φοινίκη.
Το επόμενο ταξίδι είναι των μυθικών και ιστορικών ηρώων. Με συνδετικό κρίκο τις σχέσεις της Ηπείρου με την Τροία και τη γεωγραφία της κοσμογονίας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, σημειώνεται στο βιβλίο και η μετάβαση των σχέσεων από τους μυθικούς στους ιστορικούς Ήρωες, οι οποίοι συνδέουν τα ονόματά τους με την ίδρυση ενός ολόκληρου συστήματος πόλεων και κρατών στην Ήπειρο και την οικουμενική της γεωγραφία.
Ένα ακόμα ταξίδι, πάντα με σημείο αναφοράς τη Δωδώνη σημειώνουν οι ιεροί χώροι και μαντεία στην Ήπειρο και έξω απ΄ αυτή. Η σημασία τους συνδέεται άμεσα με το ρόλο που θα παίξουν για τον Ελληνισμό οι χριστιανικοί ναοί, ως συνέχεια των ίδιων σχέσεων που ο Ηπειρώτης διατηρεί με τον διαχρονικό του σύστημα αξιών-τις σχέσεις με τη φύση. (Για το συγγραφέα πρόκειται για μια ιδιαιτερότητα, που θα ορίσει αποφασιστικά το ρόλο του χριστιανισμού ως βασική πτυχή της ταυτότητας ελληνισμού στους ιστορικούς χρόνους του Βυζαντίου, αλλά κυρίως κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.)
Το ίδιο ταξίδι με αφετηρία τη Δωδώνη αναλαμβάνει στην Ηπειρωτική παράδοση το δέντρο στη διαχρονική οργάνωση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών στην Ήπειρο. Όπως και το πολυφωνικό τραγούδι ως το ζωντανό έμβλημα της Ηπειρωτικής ταυτότητας. Τα δύο τελευταία στοιχεία, από θέση διαχρονικών πολιτιστικών μνημείων, κατέχουν στο βιβλίο την αξία προσδιορισμού των φυσικών ορίων της Ηπείρου, αλλά και της ιδιαίτερης ταυτότητας της ελληνικότητάς της.
Σημαντική θέση στο βιβλίο κατέχουν οι σχέσεις της διαχρονικής λαϊκής παράδοσης του Ελληνισμού του Βορείου τμήματος της Ηπείρου με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ιδιαίτερα με εκείνα τα σημεία που εδράζονται στην αρχαία Ήπειρο.
Όσον αφορά την οικουμενικότητα που εξασφαλίζουν στην Ήπειρο τα ταξίδια της Δωδώνης, ο συγγραφέας ξεχωρίζει τις διαχρονικές σχέσεις της με άλλα σημαντικά κέντρα του Ελληνισμού όπως είναι η Κρήτη, η Νότια Ιταλία και ο πολιτισμός του Αιγαίου.
Ο δεύτερος τόμος εντοπίζει ως σταθμό αφήγησης το 1205, που σημαδεύει την πτώση της Πόλης και την ίδρυση του πρώτου πραγματικού εθνικού ελληνικού κράτους στην Ήπειρο και την επικοινωνούντα μ’ αυτή πολιτική Γεωγραφία της-τη Νίκαια.
Ο συγγραφέας επιβεβαιώνει ότι η χριστιανική ταυτότητα του Βυζαντίου στην Ήπειρο μαρτυρεί τις αδιάρρηκτες σχέσεις της με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και κόσμο. Οι σχέσεις αυτές διατυπώνονται στις αγιογραφίες των ιερών ναών και μοναστηριών και στην παιδεία η οποία βρίσκει στέγη και ανάπτυξη στους ίδιους τους ιερούς χώρους. Στιγματίζει την εξέλιξη αυτή το γεγονός ότι η Ήπειρος μετατρέπεται σε στέγη των κυνηγημένων αντι-ησυχαστών από την Πόλη, οι οποίοι, από κοινού με τη φύση της Ηπείρου, τόνωσαν την ταυτότητα αντίστασης και ανωτερότητας του Ελληνισμού.
Ταυτόχρονα, η άμεση και διαχρονική επικοινωνία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, σημειώνει ο συγγραφέας, θα αποτελέσουν για την Ήπειρο το διαφωτιστικό προοίμιο στον ελληνικό κόσμο. Στο πέρασμα των αιώνων θα τροφοδοτηθεί από τον σύγχρονο ελληνικό οικουμενισμό που συνθέτουν οι Ηπειρώτες ευεργέτες, στους οποίους οφείλεται η παιδεία και ο πολιτισμός στην Ήπειρο και την Ελλάδα.
Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η αδιάσπαστη επικοινωνία του Ηπειρώτη με τον μύθο ως ρομαντική συνιστώσα της εθνικής συνείδησης και η συνύφανση της με τον δικό της ιδιόμορφο διαφωτισμό, εξασφαλίζει στην Ήπειρο τη θέση πρωτεργάτη στη Νεοελληνική Ιδεολογία. Προς την κατεύθυνση αυτή το βιβλίο προσφέρει στον αναγνώστη έναν ολόκληρο κόσμο επιφανών Ηπειρωτών-ευεργετών, ανθρώπων των γραμμάτων κληρικών, σχολείων, επαναστατών, ιστορικών γεγονότων κ.λπ. Η χαρτογράφησή τους εξυπηρετεί τον συγγραφέα στην οξυδερκή ανάλυσή του για τον Ηπειρωτισμό και τον σύγχρονο οικουμενισμό του και στην απόδειξη με σαφήνεια και πειστικότητα του μεγαλείου της Ηπείρου, όχι μόνο στην έμφυτη νεοελληνική ιδεολογία αλλά και στην πραγμάτωσή της, μέσω της Επανάστασης. Το βιβλίο είναι το πρώτο το οποίο αντιμετωπίζει τη διαδικασία αυτή στην ενιαία Ήπειρο, προσκομίζοντας άπειρα στοιχεία και από το σημερινό Βόρειο τμήμα της.
Στον ίδιο τόμο διαπιστώνεται η πρωτοτυπία από τον Παναγιώτη Μπάρκα, όσον αφορά την προσέγγιση του Αλβανισμού στην Ήπειρο, ειδικά κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η συγγραφική εμπειρία και επιστημονική έρευνα τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εντός της πραγματικότητας του οικουμενικού Ηπειρωτισμού, – Ελληνισμού, ο Αλβανισμός αναπτύσσει τις πολλαπλές του ταχύτητες. (Αρβανίτες, Αλβανοί: μουσουλμάνοι και ορθόδοξοι, Τουρκαλβανοί, Σκιπετάροι κλπ).
Ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι το αλβανικό στοιχείο στην Ήπειρο, με βάση τον εξισλαμισμό οδηγήθηκε σε ταύτιση εθνικότητας με τους Τούρκους και ανέπτυξε προχωρημένη κοινότητα συμφερόντων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρατηρεί επίσης τις διαδικασίες εξελληνισμού σημαντικού τμήματος αυτού, κυρίως σε ότι αφορά τα φυλετικά και εθνολογικά συστατικά του. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει στο συγγραφέα να εντοπίσει τη γέννηση της αλβανικής εθνικής συνείδησης στα τέλη του 19ου αιώνα, «μέσω του ηπειρωτικού Ελληνισμού»,- είτε ως ταύτιση, λόγω κοινών εθνολογικών και πολιτιστικών στοιχείων, είτε ως αντίδραση, λόγω της επίδρασης ξένων συμφερόντων, (Τουρκίας, Ιταλίας, Αυστρίας κλπ).
Αντιμετωπίζει την αλβανική ως γλώσσα της τουρκικής κατοχής στην Ήπειρο, με αποτέλεσμα πολλοί Ηπειρώτες να ασπαστούν την γλώσσα των «καταχτητών» για να απαλλαγούν τον εξισλαμισμό. Όταν όμως η αλβανική, με την παρότρυνση κυρίως των δυτικών παραγόντων αποτέλεσε τον βασικό πυλώνα καλλιέργειας της αλβανικής εθνικής ταυτότητας, αντί του χριστιανικού θρησκεύματος όπως σε άλλους λαούς της Βαλκανικής, οι ελληνικής καταγωγής φορείς της μεταλλάσσονται σε Αλβανούς, το ίδιο όπως και οι Έλληνες που εξισλαμίστηκαν.
Στον τόμο αυτό του βιβλίου γίνεται αξιόλογη επιστημονική επένδυση για την απομυθοποίηση των μύθων καταγωγής και εθνογένεσης των Αλβανών. Ο συγγραφέας επιβεβαιώνει ότι δεν υφίσταται ούτε ως ρομαντική αντίληψη ο ισχυρισμός για την πελασγική καταγωγή των Αλβανών με ενδιάμεσο κρίκο τους Ιλλυριούς, εφόσον, όπως αποδεικνύει, οι Αλβανοί δεν έχουν σχέσεις ούτε με τους Ιλλυριούς. Η θεωρία καταγωγής των Αλβανών για το συγγραφέα είναι η Καυκάσια προέλευση σε δύο διαφορετικές φάσεις.
Ο συγγραφέας επενδύει επίσης αρκετή έρευνα για να αποδείξει ότι ακόμα και σήμερα βασικά σύμβολα της Αλβανικής εθνικής ταυτότητας είναι Ηπειρωτικά, όπως μάλιστα και ο ιστορικός εθνικός Ήρωας της χώρας, η εθνική σημαία, κ.λπ
Ο τρίτος τόμος με τον διακριτικό τίτλο, «Ήπειρος – οι μυλόπετρες…. Αλλοιώθηκαν» διατηρεί την ίδια μεθοδολογία και καταπιάνεται με τις τύχες της Ηπείρου μετά την, για πρώτη φορά στην ιστορία της, διοικητική διχοτόμηση σε δύο κράτη, όπως συνέβηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Η όλη προσοχή του συγγραφέα στρέφεται στον τόμο αυτό στις εξελίξεις στο Βόρειο Τμήμα της Ηπείρου. Όσο και να υπάρχει η εντύπωση πως τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά στην ελληνική βιβλιογραφία, η προσέγγιση του Παν. Μπάρκα σε ξαφνιάζει. Στυγνός κριτής με επιστημονική αντικειμενικότητα διαπιστώνει ότι ο Οικουμενικός Ελληνισμός της Ηπείρου δεν θα αντέξει στα συμφέροντα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, ότι η Ήπειρος, που τα έδωσε όλα για τον Ελληνισμό, κρατώντας η ίδια τα ερείπια των αγώνων, θυσιάστηκε στο βωμό άλλων ελληνικών συμφερόντων και των λαθών του αθηναϊκού κράτους.
Αυτό από τη μία. Από την άλλη αναφέρει ότι ενώ οι ελληνικές εθνικές μυλόπετρες της Ηπείρου έσπασαν, οι μεθοδεύσεις αλλοίωσης της ελληνικότητας της Ηπείρου συνεχίζονται ίδιες όπως καθόρισαν οι ξένες δυνάμεις με συμφέροντα στην Αλβανία. Σπανίζει και ξαφνιάζει η έρευνα, η ανάλυση και τα συμπεράσματα που προσεγγίζουν την 50χρονη πορεία του Ελληνισμού του Βορείου Τμήματος επί κομμουνιστικού καθεστώτος της Αλβανίας.
Ο συγγραφέας καταφέρει να προβάλλει με επιστημονικά κριτήρια ότι οι συνισταμένες του αλβανικού εθνικισμού είναι διαχρονικά σταθερές και στηρίζονται στον ανθελληνισμό. Ότι ο Ελληνισμός της Αλβανίας ήταν ο σύγχρονος όμηρος αυτού του εθνικισμού. Κάτω από την επιφάνεια του σεβασμού της ελληνικής εθνικότητας, το καθεστώς πραγματοποίησε αλλοιώσεις σε όλο το δυνατό μήκος και μέγεθος του ίδιου του Ελληνισμού, αλλά και του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού στο Βόρειο Τμήμα της Ηπείρου, φροντίζοντας πρώτα τη διάζευξη ανάμεσά τους.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο που καταφέρνει να συναρπάζει κάθε είδος αναγνώστη. Πληροφορεί και προσφέρει άπειρα τεκμήρια. Κάνει πρωτότυπες προσεγγίσεις και προβαίνει σε ανατρεπτικές μέχρι τώρα θεωρίες για διάφορα θέματα. Γκρεμίζει ταμπού και τολμά να ανοίξει μονοπάτια που ανατρέπουν τις μέχρι τώρα ισορροπίες και σταθερές στο θέμα της Ηπείρου.
Η προσωπικότητα του συγγραφέα, που δε ξέρει να αναδιπλώνεται μπροστά στους κινδύνους, η αλήθεια, τα επιχειρήματα και τα επιστημονικά τεκμήρια, επισφραγίζουν το συγκεκριμένο βιβλίο.
Είναι ένα σπάνιο βιβλίο και όσον αφορά τη βιβλιογραφία, (περίπου 1000 στους τρεις τόμους) Χαρακτηριστικό είναι ότι έχει καταφέρει να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό της αφρόκρεμας της αλβανικής βιβλιογραφίας, οι πηγές της οποίας κάνουν ιδιαίτερα πειστικά τα συμπεράσματα του συγγραφέα.
Δυο λόγια για το συγγραφέα
Ο Αναπλ. Καθ. Παναγιώτης Μπάρκας είναι καθηγητής Πανεπιστημίου στην Αλβανία στο αντικείμενο της Λαογραφίας και του Ελληνικού Πολιτισμού. Ταυτόχρονα δημοσιογράφος. Έχει ένα πλούσιο συγγραφικό έργο που αφορά τους δύο τομείς της δραστηριότητάς του. Υπηρέτησε Βουλευτής της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην πρώτη πλουραλιστική βουλή στην Αλβανία. Είναι αξιόλογη φωνή στον αλβανικό τύπο για θέματα που αφορούν τις ελληνο-αλβανικές σχέσεις αλλά και την αλβανική πραγματικότητα. Ζει με την οικογένειά του στο Αργυρόκαστρο. Εκδόσεις Ελίκρανον