Η Κατωγέφυρα στη Φοινίκη

του Σπύρου Μαντά

Η Κατωγέφυρα, λεγόμενη παλιά αλλιώς και γεφύρι του Χούσμπεη, βρισκόταν νότια του Δέλβινου, κάτω από τον λόφο όπου παλαιά ήταν χτισμένη η αρχαία Φοινίκη. Γεφύρωνε την Μπίστριτσα -εξ ου και γεφυρομπίστρισσο-, τον Συμόεις των βυζαντινών, που πηγάζει απ’ τη Μουζίνα στο «Γαλάζιο Μάτι».

Ο δρόμος που εξυπηρετούσε οδηγούσε στην Κρανιά -εξ ου στα νεότερα χρόνια και γεφύρι της Κρανιάς- και στα άλλα χωριά του Βούρκου, στα Ριζά ή τα λεγόμενα χωριά του Θεολόγου, μέχρι και τα πιο απομακρυσμένα Τσαμοχώρια. Προπολεμικά δίπλα του λειτουργούσε το καφενείο του Τσιώρα (Λεωνίδα Ζούπα). Ανατινάχτηκε από τους Ιταλούς στον πόλεμο του 1940.

 Ήταν δίτοξο, με μια μεγάλη καμάρα προς τη δεξιά όχθη και μια μικρότερη, βοηθητική, προς την αριστερή. Το συνολικό μήκος τού διαδρόμου διάβασης ήταν 29.00 μ., με πλάτος 3.50 -στα άκρα σηκώνονταν 0.70 προστατευτικά στηθαία. Το γεφύρι πρέπει να ήταν πολύ παλαιό. Υπάρχουν άλλωστε δύο τουλάχιστον μαρτυρίες για γεφύρωση κάπου εδώ, κοντά στο Δέλβινο και δίπλα απ’ τη Φοινίκη -περιγράφεται η καταστροφή του. Ο F. Pouqueville γράφει πως «σε μισή λεύγα από το Δέλβινο, δεν βλέπουμε πια καμμιά κατοικία και τέσσερα μίλια μακρύτερα, αφού έχουμε παρακάμψει ένα τραχύ γήλοφο σκεπασμένο από λόχμες, φτάνουμε στη γέφυρα του Μπίστριτζα, που υψώνεται σαν μια αψίδα θριάμβου στο μέσον της πεδιάδας […] η κεντρική αψίδα μοιάζει με αψίδα γοτθικού πυλώνα»[1].

Σε άλλο σημείο, μιλώντας για την αρχαία εδώ πολιτεία, ο Γάλλος περιηγητής προχωρεί, όχι αναιτιολόγητα όπως θα δούμε, σε υπόθεσηγια την ηλικία του γεφυριού. Αφηγείται πως η Φοινίκη «είχε στο κέντρο της έκτασής της μια ακρόπολη κειμένη σ’ ένα βραχώδες ύψωμα [που] έπρεπε ως εκ της θέσεώς της να υπερασπίζει το πέρασμα της γεφύρας, της οποίας η κατασκευή από πέτρες ανήκει πιθανώς στον αιώνα του Ιουστινιανού»[2].

Το υποστηρίζει βέβαια αυτό ο Pouqueville, επειδή γνωρίζει -και το παραθέτει- χωρίο του Πολύβιου που μιλάει ότι… «Οι δε Ηπειρώται πυθόμενοι το γεγονός εβοήθουν πανδημεί μετά σπουδής. Παραγενόμενοι δε προς την Φοινίκην, και προβαλλόμενοι τον παρά την πόλιν ρέοντα ποταμόν, στρατοπέδευσαν, της επ’ αυτώ γεφύρας ανασπάσαντες τας σανίδας ασφαλείας χάριν»[3].

Την άλλη, πιο συγκεκριμένη πληροφορία για ύπαρξη εδώ γεφυριού, αντλούμε από τα αρχεία της Βενετίας. Πρόκειται για έγγραφο, χρονολογημένο το 1606 Φεβρ. 22, που περιγράφει μια σύγκρουση ανάμεσα στον τότε τοπάρχη του Δέλβινου Οσμάν μπέη και τους εξεγερμένους κατοίκους. Διαβάζουμε: «Ο Οσμάν εστάθη εις το ποτάμι Βιστρίτσα παρά το Δέλβινο όπου είναι το γεφύρι και αμέσως ήλθον προς συνάντησή του ένας Καπιτζής και ο καδής του Δελβίνου ίνα τω προτείνουν, αν ήθελε να υποβληθεί το όλο ζήτημα εις την δικαιοσύνην…». Οι διαπραγματεύσεις όμως δεν πέτυχαν και έτσι λίγο παρακάτω μαθαίνουμε πως «Συνήφθη αψιμαχία, κατά την οποίαν εφονεύθησαν 30, ενώ αυτοί του Δελβίνου έχασαν μόνον ένα. Εχάλασαν συγχρόνως και το γεφύρι και ο Σαντζάκης Οσμάν δεν ημπορεί να περάσει ούτε πεζός, ούτε έφιππος…»[4].

Για το γεφύρι και τον περιβάλλοντα χώρο του θα γράψουν, εκτός του Pouqueville, και άλλοι περιηγητές. Αρκετά χρόνια αργότερα, για παράδειγμα, ο R. Cyprien σημειώνει πως «κάπου στο Δέλβινο ένα γεφύρι ημικυκλικό, που από μακρυά μοιάζει αψίδα θριάμβου, ανασηκώνεται μέσ’ την ερημιά πάνω απ’ το ποτάμι της Πίστριτσας εν μέσω πελώριων σωρών ερειπίων που ονομάζονται Φοινίκη»[5].

Και ο αξιωματικός Β. Νικολαΐδης, την ίδια εποχή, το 1850, θα γράψει: «Η οδός εξερχομένη της πόλεως Δελβίνου τείνει προς μεσημβρίαν και εις 1 ½ ώρ. διέρχεται του ποταμού Πίστριτζαν επί υψηλής λιθίνης γεφύρας εγειρομένης ως μέγα θριαμβευτικόν τόξον εν τω μέσω της πεδιάδος παρά τη οποία υπάρχη και χάνιον»[6].

ενδιαφέρον όμως κρύβει και η περιγραφή ενός από τα πολλά δρομολόγια που εξυπηρετούσε τότε η Κατωγέφυρα. Μας την κάνει,στα 1878, ο καταγόμενος απ’ αυτά τα μέρη Β.Δ. Ζώτος-Μολοσσός. Πρόκειται για τον ημιονικό δρόμο που οδηγούσε απ’ το Βουθρωτό στο Δέλβινο μέσω Φοινίκης. αναλυτικά, και χρονομετρώντας, γράφει: «Ζάρα, ½ ώρ. από Βουθρωτόν – Μεμούσμπεη, 2 ώρ. από Ζάρα – Καινούργιο, 1 ώρ. από Μεμουσμπέγη – Αλύκου, ½ ώραν από Καινούριο – Κατωγέφυρα του Χούσμπεη, 1 ώραν από Αλύκου, έχει δεξιόθεν και αριστερόθεν χωρία και ερείπια αρχαίων πόλεων, οίον Ελικράνου (Κρανιάς), Εκατόμπεδον κλπ – Φοινίκη, ½ ώραν από Γέφυραν, επί των ερειπίων της μεγαλοπρεπούς Φοινίκης – Δέλβινον, 2 ½ ώρας από Φοινίκην»[7].

Για τα τελευταία περιπετειώδη χρόνια του γεφυριού, αφήνουμε να κάνει λόγο ο ντόπιος (Κρανιώτης) Γρηγόρης Αναγνώστης:

«Το 1900 το μεγάλο τόξο της γέφυρας το ανατίναξε ο καπετάν Λιώλης, ο Θύμιος, για να εμποδίσει τη διείσδυση της εικοσάδας, που τον καταδίωκε. Η βλάβη ήταν 1,5 μ. και επισκευάστηκε προσωρινά με μαδέρια και στη συνέχεια ξαναχτίστηκε. Στην ιταλική εισβολή, το 1939, φτιάχτηκε απ’ το στρατό, λίγα μέτρα πιο κάτω, ξύλινη, πιο φαρδιά για διάβαση βαριών οχημάτων προς το Αλβανό-Ελληνικό μέτωπο. Η τοξωτή γέφυρα λειτουργούσε παράλληλα. Στις 30.11.1940 ο Ιταλικός στρατός, που οπισθοχωρούσε ηττημένος, ανατίναξε τις δύο γέφυρες»[8].

Αλλά σοβαρή ζημιά, μετά εκείνη της ανατίναξης του Λώλη, έπαθε το γεφύρι και το 1901, τότε από άγρια κακοκαιρία που φούσκωσε και ξεχείλισε την Μπίστριτσα. Διαβάζουμε στην «Φωνή της Ηπείρου»…

«ΕΞ ΗΠΕΙΡΟΥ

Τη 4 Δεκεμβρίου 1901.

Άπας ο Νοέμβριος μην υπήγε καλός και γλυκύς σχεδόν, εκτός της νυκτός της 14, καθ’ ην διήρκεσε μέχρι της πρωίας της 15 δυνατή θύελλα συνοδευομένη μετά ραγδαιοτάτης βροχής, χαλάζης και ορμητικού ανέμου, δι’ ων επροξενήθησαν ζημίαι μεγάλαι∙ πλείσται οικίαι επλημμύρησαν κυριολεκτικώς, δένδρα πολλά εξερριζώθησαν ιδία από την Αβαρίτσαν και κάτω, τα πεδινά μέρη επλημμύρισαν και δεν διεκρίνοντο αι οδοί κτλ. Οι χείμαρροι υπερξεχείλησαν πολλάς προυξενήσαντες ζημίας εις τε τους αγρούς, οδούς κτλ., παρασύραντες γεφύρας, ως την μεγάλην και ιστορικήν γέφυραν της Κρανιάς, ην άφησεν μακράν ο ποταμός και εσχημάτισε νέαν κοίτην∙ πλησίον Δερμισίου ο ποταμός έπνιξεν εβδομήκοντα περίπου ποίμνια ομού και τον Αλβανόν ποιμένα…»[9].


[1] Fr. Pouqueville, Voyage de la Grèce, Paris 1826. Μετάφραση: Κ. Βλάχος, Ταξίδι στην Ελλάδα, Τα Ηπειρωτικά, Τόμ. ΙΙΙ,Ακτία-Νικόπολις, Πρέβεζα 2010, 34 και 39.

[2] Ανωτ. 36.

[3] Πολυβ. Βιβλ. ΙΙ, ΚΕΦ. 6,8 excerpt. Legat 127. Δηλαδή οι Ηπειρώτες, που έτρεξαν να βοηθήσουν όταν την πόλη πολιορκούσαν οι Ιλλυριοί, στρατοπέδευσαν έξω από τα τείχη αφού πρώτα, για λόγους ασφαλείας, σήκωσαν τις σανίδες που σχημάτιζαν τη γέφυρα -έφερε τότε ξύλινο οδόστρωμα.

[4] Κ.Δ. Μέρτζιου, Από «Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον», «Ηπειρωτικά Χρονικά» 15/1940, 35-36.

[5] Robert Cyprien: Les Slaves de Turquie: Serbes, Monténégrins, Bosniues, Albanais et Bulgare, Paris 1844, II, 180.

[6] Β. Νικολαΐδης, Στρατιωτική Γεωγραφία…, Εν Αθήναις 1851, τ. IV, 1037 και επίσης έκδ. «Βιβλιόραμα» 2017, 360..

[7] Β.Δ. Ζώτος-Μολοσσός, Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου, Τόμος Δ!, Τεύχος Α! Εν Αθήναις 1878, σελ. 65, 70.

[8] Γρηγόρης Γ. Αναγνώστης, Η Κρανιά Αγίων Σαράντα (Ανά τους αιώνες), Άγιοι Σαράντα 2007, σελ. 201-202.

[9] «Φωνή της Ηπείρου», φ. 457/14.12.1901, σ. 2.

Scroll to Top