Κ. J. Beloch,
Griechische Geschichte, zweite neugestaltete Auflage,
Berlin – Leipzig 1926 – 1927
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ: Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Προεισαγωγικὸν Σημείωμα
Τὸ ραδιόφωνον τῶν βορείων γειτόνων συχνὰ κάμνει λόγον περὶ αὐτονόμου Μακεδονίας καὶ περὶ τῶν ἐθνικῶν διεκδικήσεων τῶν Ἀλβανῶν εἰς τὴν Ἤπειρον.
Οἱ συντάκται τῶν ἐκπομπῶν τούτων ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ Ἤπειρος καὶ ἡ Μακεδονία δὲν ἦσαν ἀρχῆθεν ἑλληνικαὶ χῶραι καὶ ὅτι οἱ… ὀλίγοι κατοικοῦντες εἰς τὰς χώρας ταύτας Ἕλληνες καὶ ἑλληνόφωνοι εἶναι προϊόντα διττοῦ ἐξελληνισμοῦ, τοῦ μὲν γενομένου κατὰ τὴν ἀρχαιότητα διὰ τῶν ἑλληνικῶν ἀποικιῶν τῆς νοτίου Ἑλλάδος, τοῦ δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας διὰ τῆς προπαγάνδας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Τὴν ἵδρυσιν αὐτονόμου Μακεδονικοῦ κράτους ὑποστηρίζουν μὲ πάθος οἱ Βούλγαροι, διότι ἐλπίζουν ὅτι μόνον διὰ τοῦ τρόπου τούτου θὰ δυνηθοῦν νὰ ἀποσπάσουν τὴν Μακεδονίαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ τὴν προσαρτήσουν ἀκολούθως εἰς τὴν Βουλγαρίαν, ὅπως ἀκριβῶς ἐπέτυχον τὴν προσάρτησιν τῆς ἑλληνικότατης Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας[1], κατὰ τὸ 1885.
Οἱ Ἀλβανοὶ ἐξ ἄλλου, ἀφ’ ὅτου διὰ τῶν ἐνεργειῶν τῶν Αὐστριακῶν καὶ Ἰταλῶν ἀπέκτησαν ἐθνικὴν συνείδησιν, δὲν ἔπαυσαν νὰ ὀνειρεύωνται τὴν ἵδρυσιν Μεγάλης Ἀλβανίας ἐχούσης ὡς νότια ὅρια τὸν Ἀμβρακικὸν κόλπον. Τὸ ὑπόμνημα, τὸ ὅποιον ἐπέβαλεν εἰς τὸ Συνέδριον τοῦ Βερολίνου κατὰ τὸ 1878, ὁ μόλις τότε ἱδρυθείς «Ἀλβανικὸς Σύνδεσμος τῆς Πρισρένης», ἀποτελεῖ διὰ τοὺς Ἀλβανοὺς τὸν ἀκρογωνιαῖον λίθον τῶν πρὸς νότον ἐθνικῶν αὐτῶν διεκδικήσεων[2].
Κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους τοῦ 1912 – 13 οἱ Ἀλβανοὶ χωρὶς νὰ πολεμήσουν διὰ τὴν ἐλευθερίαν των, κατώρθωσαν διὰ τῆς Αὐστρίας καὶ Ἰταλίας ὄχι μόνον νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς ἀνεξάρτητον κράτος, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιτύχουν διὰ τοῦ καταπτύστου Πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας τοῦ 1913 τὴν προσάρτησιν ἑλληνικωτάτου τμήματος τῆς Ἠπείρου, τῆς ἀτυχοῦς Β. Ἠπείρου. Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος σημειώματος ἡ περιγραφὴ τῶν ἀγώνων τοὺς ὁποίους κατέβαλαν οἱ Βορειοηπειρῶται ἐναντίον τῆς ἀποφάσεως τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας καὶ οὔτε θὰ ἀναφερθοῦν τὰ ἐπακολουθήσαντα πολιτικὰ γεγονότα, ἕνεκα τῶν ὁποίων δὲν ἐπετεύχθη ἡ ἀπελευθέρωσις τῆς Β. Ἠπείρου, διότι περὶ τοῦ ζητήματος τούτου θὰ πραγματευθῶμεν ἐκτενῶς εἰς τὰ προσεχῆ τεύχη τῆς ἀγαπητῆς μας «Ἠπειρωτικῆς Ἑστίας», ἕνα ὅμως γεγονὸς δέον νὰ τονισθῇ ἰδιαιτέρως, ἡ μεγάλη καὶ συστηματικὴ προσπάθεια, τὴν ὁποίαν κατέβαλεν ἡ Ἀλβανία διὰ τὴν ἀφομοίωσιν καὶ τὸν ἐξαλβανισμὸν τῶν Ἑλληνικῶν πληθυσμῶν. Διὰ νὰ ἐπιτύχουν οἱ Ἀλβανοὶ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ δημιουργήσουν ἐθνικὴν ἱστορίαν, ἐπεχείρησαν τὴν ἀναβίωσιν τῆς ἀπηρχαιωμένης καὶ μηδεμίαν ἐπιστημονικὴν ἀξίαν ἐχούσης θεωρίας, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ἀρχαῖοι κάτοικοι τῆς Ἠπείρου δὲν ἦσαν Ἕλληνες, ἀλλὰ Ἰλλυριοὶ καί… βάρβαροι.
Εἰς τὰ διδακτικά των βιβλία, τὰ προοριζόμενα διὰ τοὺς μαθητὰς τῆς στοιχειώδους καὶ μέσης ἐκπαιδεύσεως πραγματεύονται ἐκτενῶς περὶ τῆς καταγωγῆς τῶν ἀρχαίων Ἠπειρωτῶν καὶ Μακεδόνων, ἐνῷ ἀντιθέτως τὰ διδασκόμενα εἰς τὰ Ἑλληνικὰ Γυμνάσια ἱστορικὰ ἐγχειρίδια οὐδὲ λέξιν ἀναφέρουν περὶ τούτου, καὶ παραγράφοντες τὴν ἱστορίαν, διδάσκουν τοὺς τροφίμους των, ὅτι οἱ σημερινοὶ Σκιπετάρηδες εἶναι ἀπόγονοι… τοῦ Πύρρου, τοῦ Φιλίππου, τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν Διαδόχων. Λεηλατοῦντες τὴν ἐθνικὴν ἡμῶν ἱστορίαν ἔκοψαν νομίσματα ἀπεικονίζοντα τὸν Ἡρακλέα καταβάλλοντα τὸν λέοντα τῆς Νεμέας καὶ φέροντα τὴν εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, διὸ καὶ τὸ ἐθνικὸν νόμισμα αὐτῶν ὀνομάζεται LEK (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ).
Ὁ Ἀλβανὸς ὑπὸ οἰανδήποτε μορφὴν καὶ ἂν παρουσιασθῇ χάριν πολιτικῆς σκοπιμότητας, εἴτε ὡς φανατικὸς ἐθνικιστής, εἴτε ὡς μετριόφρων σοσιαλιστής, εἴτε ὡς πιστὸς συνεργάτης τοῦ Μουσσολίνι καὶ ὡς τυφλὸν ὄργανoν τῆς Μόσχας, εἰς ἕνα καὶ μόνον ἀποβλέπει σκοπόν, ἕνα καὶ μόνον διακαῆ πόθον ἔχει, νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ὁριστικὴν προσάρτησιν τῆς Β. Ἠπείρου καὶ νὰ ἐπεκτείνῃ τὰ ὅρια τοῦ κράτους πρὸς βορρὰν καὶ πρὸς νότον.
Σήμερον ἡ Ἀλβανία ἔχει ὑποδουλωθῆ οὐσιαστικῶς εἰς τὴν Μόσχαν καὶ ἀποτελεῖ τὸ προκεχωρημένον φυλάκιον αὐτῆς παρὰ ταῦτα ὅμως αἱ πρὸς νότον ἐθνικαὶ διεκδικήσεις τῶν Ἀλβανῶν δὲν ἔπαυσαν ὑφιστάμεναι. Ἡ κομμουνιστικὴ ἐφημερὶς τῶν Τιράνων «Bashkimi» δημοσιεύει συχνὰ ἄρθρα καὶ ἐπιφυλλίδας, διὰ τῶν ὁποίων ἐπιχειρεῖ νὰ δικαιολoγήσῃ τὴν προσάρτησιν τῆς Β. Ἠπείρου καὶ τὰς πρὸς νότον ἐθνικὰς βλέψεις τῆς… Νέας Ἀλβανίας.
Εἰς τὸ ὑπ’ ἀριθ. 249 φύλλον ἡ ἐν λόγῳ ἐφημερὶς δημοσιεύει μακρὰν ἐπιφυλλίδα ὑπὸ τὸν τίτλον: «Ἡ νότιος Ἀλβανία καὶ αἱ Ἑλληνικαὶ ἐπιδιώξεις», εἰς τὴν ὁποίαν Ἀλβανὸς λόγιος, ὀνόματι Γιοβὰν Ἀδάμη, ἀναφέρει λεπτομερῶς ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ξένων ἱστορικῶν, οἱ ὁποῖοι παρανοήσαντες τὴν ἀληθῆ σημασίαν ὡρισμένων χωρίων ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, ἠρνήθησαν τὴν ἑλληνικότητα τῶν Ἀρχαίων Ἠπειρωτῶν καὶ κατέταξαν τούτους εἰς τὴν χορείαν τῶν βαρβάρων.
Ἐντύπωσιν ὅμως ἰδιαιτέραν προξενεῖ εἰς τὸν ἀναγνώστην ἡ ἐσκεμμένη παράλειψις ὑπὸ τοῦ ἐπιφυλλιδογράφου τοῦ σπουδαιότερου ξένου ἐπιστήμονος, ὁ ὁποῖος ἠσχολήθη ἰδιαιτέρως καὶ ἐπισταμένως περὶ τὴν ἔρευναν τῆς καταγωγῆς τῶν ἀρχαίων Ἠπειρωτῶν καὶ Μακεδόνων καὶ ὅστις ἔλυσεν ὁριστικῶς τὸ πρόβλημα τοῦτο. Ὁ διαπρεπὴς οὗτος ἱστορικὸς εἶναι ὁ BELOCH.
Ὁ Beloch συνέγραψε τετράτομον ὀγκώδη ἱστορίαν τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἔργον ἀληθῶς μνημειῶδες διὰ τὸν νέον τρόπον τῆς ἱστορικῆς ἐρεύνης καὶ τὴν ἑρμηνείαν δυσκόλων προβλημάτων τῆς ἀρχαίας Ἱστορίας. Ἡ ἱστορία τοῦ Beloch, τὴν ὁποίαν χαρακτηρίζει ἁπλότης, σαφήνεια καὶ χάρις, μετεφράσθη εἰς πολλὰς εὐρωπαϊκὰς γλώσσας, πλὴν δυστυχῶς τῆς Ἑλληνικῆς.
Ὁ Beloch ὑπεστήριξε διὰ σοβαρῶν ἐπιχειρημάτων τὴν ἑλληνικότητα τῶν ἀρχαίων Ἠπειρωτῶν καὶ Μακεδόνων, οὐδεὶς δὲ τῶν ξένων ἐπιστημόνων ἡδυνήθη μέχρι τοῦδε νὰ ἀναίρεσῃ ταῦτα. H Deutsche Literaturzeitung (1927) κρίνουσα τὸ ἔργον τοῦ μεγάλου ἱστορικοῦ γράφει μεταξὺ τῶν ἄλλων τὰ ἑξῆς: «Es ist eine Erlösung, sich diesem Werke zu können, das nicht in Wolken schreitet, sondern fragt, wie es eigentlich gewesen ist, in dem nicht weltfremde Ideen sich abwandeln, sondern harte politische und wirtschaftliche Machte ringen. Wenn die Geschichte nach Tatsachen fragen und sie erforschen soll, so ist Belochs Arbeit ein Ideal».
Σήμερον ὅλοι οἱ ἀληθεῖς ἐπιστήμονες ἀναγνωρίζουν τὴν ἑλληνικὴν καταγωγὴν τῶν ἀρχαίων κατοίκων τῆς Ἠπείρου, ἐκτὸς βεβαίως τῶν μισελλήνων καὶ τῶν ἀργυρωνήτων, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τὴν ἐπιστήμην καὶ ἀπέβησαν ὄργανα πολιτικῆς ραδιουργίας καὶ πνευματικοὶ ἀρχηγοὶ τῶν σλαύων πρὸς κατάκτησιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Βορρᾶ. Χάριν τῶν ἀναγνωστῶν τῆς «Ἠπειρωτικῆς Ἑστίας» δημοσιεύομεν ἐν μεταφράσει τὸ περὶ τῆς καταγωγῆς τῶν ἀρχαίων Ἠπειρωτῶν κεφάλαιον τῆς ἱστορίας τοῦ Beloch. Τὸ κεφάλαιον τοῦτο, ὃ περιέχεται εἰς τὸν Α΄ τόμον καὶ εἰς τὰς σελ. 33 – 44. (Κ. J. Beloch, Griechische Geschichte, zweite neugestaltete Auflage, Berlin – Leipzig 1926 – 27).
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 10 Αὐγούστου 1952.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Καθηγητὴς Φιλολογίας Ἀρσακείου Ἀθηνῶν
Η ΕΘΝΙΚΟΤΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ
ΤΟ ΟΝΟΜΑ Ἤπειρος κατ’ ἀρχὰς ἦτο γεωγραφικὴ ἔννοια ἀποδιδομένη κυρίως εἰς τὰς χώρας τῆς Β. Ἑλλάδος, αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦν συνεχῆ ἤπειρον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν νότιον Ἑλλάδα, ἡ ὁποία εἶναι διηρημένη ποικιλοτρόπως εἰς πολλὰς χώρας καὶ νήσους. Ὁ ἱστορικὸς Θουκυδίδης ὠνόμαζεν Ἠπειρώτας καὶ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Παγγαίου. Λίαν ὅμως ἐνωρὶς ἤρχισε νὰ γίνεται χρήσις τοῦ ὀνόματος Ἤπειρος προκειμένου περὶ τῶν δυτικῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν, αἱ ὁποῖαι ἐκτείνονται βορείως τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου. Ὁ ποιητὴς ἐν τῇ Ὀδύσσειᾳ (φ, 109, ω, 378),[3] καὶ εἰς τὸν «νηῶν κατάλογον» τῆς Ἰλιάδος (Β, 635),[4] ὀνομάζει Ἤπειρον καὶ τὴν Ἀκαρνανίαν καὶ εἰς δὲ τὸν Πίνδαρον (Νέμ. 4, 82) ἀναφέρεται:
Νεοπτόλεμος δ’ ἀπείρω διαπρυσίᾳ βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον.
Ὅταν κατὰ τὸ τέλος τοῦ Ε΄ π.Χ. αἰῶνος καὶ κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ Δ΄ ἓν μέρος τῶν κατοίκων τῆς δυτικῆς Πίνδου, ἐδημιούργησεν πολιτικὸν σύνδεσμον ὑπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα «σύμμαχοι τῶν Ἠπειρωτῶν», περιωρίσθη τὸ ὄνομα εἰς τὴν χώραν τὴν κατεχομένην ὑπὸ τῶν λαῶν τούτων (Ξεν. Ἑλλην. 6, 1, 7, καὶ 2, 9).
Ὁ Στράβων ὅμως (7, 326) συγκαταριθμεῖ εἰς τὴν Ἤπειρον ὅλην τὴν ἄνω Μακεδονίαν, τὴν Ὀρεστίδα, τὴν Πελαγωνίαν, τὴν Λυγκηστίδα, τὴν Ἐλιμείαν καὶ τὴν Ἐορδαίαν. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ κάτοικοι τῆς ὀρεινῆς ταύτης περιοχῆς ἔζησαν ἐπὶ πολὺν χρόνον εἰς μίαν πρωτόγονον βαθμίδα πολιτισμοῦ, χαρακτηρίζονται ὑπὸ τῶν συγγραφέων τοῦ Ε΄ αἰῶνος ὡς βάρβαροι, ὡς π.χ. ὑπὸ τοῦ Θουκυδίδου (Β, 68, 80, 5, Γ, 11, 7) καὶ τοῦ Ἐφόρου (παρὰ Στράβωνι Η΄, 334) καὶ ὑπὸ τῶν μεταγενεστέρων συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι ἐπαναλαμβάνουν τούτους (Σκύμνος, 445, 451, καὶ Στράβων Ζ΄, 321), κατὰ φυσικὴν ὅμως συνέπειαν τοῦτο δὲν δύναται κατ’ οὐδένα τρόπον νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ἀπόδειξις περὶ τῆς ἐθνικότητος τῶν Ἠπειρωτῶν.
Καὶ οἱ Πάμφυλοι ἐθεωροῦντο ὡς βάρβαροι (Ἔφορος παρὰ Στράβ. 12,678 Σκύμνος 931) ὁ δὲ Ἀρριανὸς ἀναφέρει ρητῶς, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Σίδης[5] ὡμίλουν βαρβαρικὴν γλῶσσαν (Ἀναβ. 1, 26, 4 βάρβαρον φωνὴν ἵεσαν), αἱ ἐπιγραφαὶ ὅμως παρέχουν τὴν ἀπόδειξιν, ὅτι ἡ Παμφυλικὴ ἦτο ἑλληνικὴ διάλεκτος, ἡ ὁποία βεβαίως ἐφαίνετο ἀρκετὰ ξένη εἰς τὰ Ἀττικὰ ὦτα. Ὥστε καὶ ἂν ὁ Θουκυδίδης ὀνομάζει τοὺς Ἠπειρώτας βαρβάρους ἕνεκα τῆς γλώσσης αὐτῶν (πρβ. Nilsson σελ. 37 καὶ 4), τοῦτο βεβαίως δὲν δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ἀπόδειξις, ὅτι οἱ Ἠπειρῶται δὲν ὡμίλουν Ἑλληνικὴν διάλεκτον.
Χαρακτηριστικὰ εἶναι ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦτο, ὅσα ἀναφέρει ὁ Θουκυδίδης (2, 68) περὶ τῶν Ἀμφιλοχίων[6]. Ἡ φυλὴ αὐτὴ ἔχει καθαρῶς ἑλληνικὸν ὄνομα, ἑλληνικὰ ἐπίσης εἶναι καὶ τὰ ὀνόματα τῆς πρωτευούσης Ἄργους καὶ τῶν πόλεων Ἰδομένης καὶ Μητροπόλεως. Περὶ τῶν κατοίκων τῆς πρωτευούσης τῶν Ἀμφιλοχίων ὁ Θουκυδίδης λέγει ρητῶς, ὅτι ὡμίλουν τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, διότι δῆθεν οὗτοι εἶχον ἐξελληνισθῆ κατὰ τὴν γλῶσσαν (ἡλληνίσθησαν τὴν νὺν γλῶσσαν), διὰ ἀποίκων ἐκ τῆς Ἀμβρακίας, ἐνῷ οἱ λοιποὶ Ἀμφιλόχιοι παρέμειναν «βάρβαροι».
Εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ ὕπαρξῃ καὶ ἡ μικρότερα πιθανότης, ὅτι εἰς τὴν πρωτεύουσαν ὡμιλεῖτο ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἐνῷ ἡ πέριξ χώρα ὡμίλει ξένην γλῶσσαν π.χ. τὴν Ἰλλυρικήν, καὶ μάλιστα καθ’ ὃν χρόνον ὅλαι αἱ πόλεις ἦσαν ἡνωμέναι εἰς μίαν κοινότητα μὲ τὰ αὐτὰ δικαιώματα, χωρὶς ἡ πρωτεύουσα νὰ ἐξασκῇ ἡγεμονίαν εἰς τὰς πέριξ πόλεις; Τὸ πρᾶγμα ὅμως προδήλως ἔχει ὡς ἑξῆς: εἰς τὴν πρωτεύουσαν ὡμιλεῖτο ἡ γλῶσσα τῶν ἀναπτυγμένων Ἑλλήνων, ἡ Κορινθιακὴ δηλαδὴ διάλεκτος, ὡς ἐν Ἀβρακίᾳ, ἐνῷ εἰς τὰς λοιπὰς πόλεις ὡμιλεῖτο παλαιὸν ἑλληνικὸν τοπικὸν ἰδίωμα. Συνέβη δηλ. εἰς τὴν Ἀμφιλοχίαν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον συμβαίνει εἰς ὅλας τὰς χώρας καὶ εἰς ὅλους τοὺς χρόνους.
Ἐκ τῶν σωζόμενων ἐπιγραφῶν, συνάγεται τὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα, ὅτι ἀπὸ τοῦ τέλους τοὐλάχιστον τοῦ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος ἡ Ἑλληνικὴ ἦτο ἡ ἐπίσημος γλῶσσα τοῦ Ἠπειρωτικοῦ Ἔθνους[7].
Ἐννοεῖται βεβαίως, ὅτι ἡ γλῶσσα αὕτη δὲν ἦτο τὸ ἐγχώριον ἰδίωμα, ἀλλὰ ἡ Κορινθιακὴ διάλεκτος, ἡ ὁποία ὡμιλεῖτο εἰς τὴν Ἀβρακίαν, Λευκάδα καὶ Κέρκυραν, ἡ Δωρικὴ δηλαδή «κοινή», εἰς τὴν ὁποίαν προσετέθησαν πολλὰ στοιχεῖα τῆς ἐγχωρίου διαλέκτου ἡ ὁποία ἦτο ἡ γραφομενη γλῶσσα καὶ εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν καὶ εἰς τὴν Αἰτωλίαν. Συνέβη δηλ. τὸ αὐτὸ φαινόμενον τὸ ὁποῖον συνέβη εἰς τὴν Μακεδονίαν εἰς τὴν ὁποίαν ἡ Ἀττικὴ διάλεκτος ἔγινεν ἡ ἐπίσημος γραφομένη γλῶσσα τοῦ Κράτους, διότι τὸ τοπικὸν ἐν Μακεδονίᾳ ἑλληνικὸν ἰδίωμα δὲν εἶχεν ἀναπτυχθῇ γραμματικῶς καὶ λογοτεχνικῶς.
Ἡ Ἤπειρος λοιπὸν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πύρρου ἦτo ἀναμφισβητήτως Ἑλληνικὴ χώρα, καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη περικλείεται ὑπὸ ὁρίων καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ δεχθῇ ξένας ἐπιρροάς, δὲν δύναται νὰ φαντασθῇ κανείς, ὅτι ἔγινεν ἑλληνικὴ χώρα, ἐὰν δὲν ἦτο ἀνέκαθεν τοιαύτη; «Also war Epeiros zu Pyrrhos’ Zeit Jedenjalls ein griechisches Land; und bei seiner nach allen Seiten durch Gebirge abgeschlossenen Lage ist nicht abzusehen, wie es dazu hatte werden Können, wenn es nicht won jeher griechisch gewesen war.» (σελ. 36).
Ὁ Ἡρόδοτος ἐξ ἄλλου ρητῶς ἀναφέρει ὅτι ἤδη κατὰ τὸν Ε΄ αἰῶνα εἰς τὴν Δωδώνην ὡμιλεῖτο ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα (2, 56 καὶ 4, 33), τοῦτο μάλιστα εἶναι καὶ αὐτονόητον προκειμένου περὶ τοῦ πανάρχαιου ἐθνικοῦ ἱεροῦ τῶν Ἑλλήνων, διότι ἤδη μὲ τὸν τόπον τοῦτον ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων συνδέεται τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων, ἔστι τις Ἑλλοπίη πολυλήϊος ἠδ’ εὐλείμων ἔνθα δὲ Δωδώνη τις ἐσχατιῇ πεπόλισται. (Ἡσιοδ. Ἀποσπασ. 134), καὶ ὁ Ὅμηρος ὁμιλεῖ περί των Σελλῶν ἢ Ἐλλῶν, οἱ ὁποῖοι «ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι» ἐξετέλουν τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ἱεροῦ τῆς Δωδώνης[8] (Π. 234). Θὰ ἦτο τελείως αὐθαίρετον καὶ ἀπίθανον, νὰ παραδεχθῶμεν ὅτι ἡ Δωδώνη πόλις εὑρισκομένη ἐν τῷ ἐσωτερικῶ, θὰ ἀπετέλει γλωσσικὴν ἑλληνικὴν νῆσον εὑρισκομένην ἐν τῷ μέσῳ βαρβάρου περιοχῆς, τοὐναντίον μάλιστα ὀφείλομεν νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι οἱ Μολοσσοί, εἰς τὴν περιοχὴν τῶν ὁποίων ἀνῆκεν ἡ Δωδώνη, ἦσαν ἑλληνικὴ φυλή, ἀφοῦ καὶ ὁ Ἡρόδοτος ὀνομάζει τὸν Μολοσσὸν Ἄλκωνα μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν εἰς γάμον τὴν Ἀγαρίστην (6, 126). Ὁ ἴδιος ὁ Ἡρόδοτος κατατάσσει τὴν Δωδώνην εἰς τὴν Θεσπρωτίαν (2, 56), ἐκ τούτου ὅμως συνάγεται, ὅτι καὶ οὗτος θεωρεῖ καὶ τοὺς Θεσπρωτοὺς ὡς ἕλληνας. Μεταξὺ Ἠπείρου καὶ Μακεδονίας δὲν δύναται νὰ ὕπαρξῃ οὐδεὶς ἐθνογραφικὸς διαχωρισμός.
Ὁ Ἑκαταῖος ὀνομάζει τοὺς κατοίκους τῆς Ὀρεστίδος «ἔθνος Μολοσσικόν» (Ἀπ. 76 παρὰ Στεφ. Βυζ.) καὶ ὁ Στράβων μαρτυρεῖ ρητῶς, ὅτι ὁλόκληρος ἡ περιοχὴ ἀπὸ τῆς Ἀνω Μακεδονίας μέχρι τῶν ἀκτῶν τοῦ Ἰονίου πελάγους ἀπέναντι τῆς Κερκύρας ἀπετέλει μίαν ἑνότητα, ὅσον ἄφορα τὴν γλῶσσαν καὶ τὰ ἔθιμα (7, 327). Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν οἱ Μακεδόνες ἦσαν Ἕλληνες[9], καὶ οἱ Ἠπειρῶται ἦσαν Ἕλληνες (Waren also die Makedonien Griechen, so müssen es auch die Epeiroten gewesen sein. σελ. 36). Παρὰ ταῦτα ὅμως, πρὸ πάντων κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους, ἠρνήθησαν μερικοὶ την ἑλληνικότητα τῶν Ἠπειρωτῶν (Ed. Meyer, Gesch. d. Altert. σελ. 58, Kretschmer, Einleitung σελ. 254, Nilsson, Stndien zur Geschichte des alten Epeiros, Lunds Universitets Arskrift, 1909) καὶ κατέταξαν τούτους εἰς τοὺς Ἰλλυριούς, μὴ λαμβάνοντες ὑπ’ ὄψιν τὰς πηγάς, αἱ ὁποῖαι ρητῶς διακρίνουν πάντοτε τοὺς Ἠπειρώτας ἀπὸ τῶν Ἰλλυριῶν.
Πρὸς ἀπόδειξιν τοῦ ἰσχυρισμοῦ των παραπέμπουν εἰς χωρίον τι τοῦ Θουκυδίδου[10] (3, 94, 5) εἰς τὸ ὁποῖον λέγεται, ὅτι οἱ Αἰτωλοὶ Εὐρυτᾶνες ὑπῆρξαν «ἀγνωστότατοι γλῶσσαν». Τοῦτο κατ’ αὐτοὺς σημαίνει ὅτι οἱ Εὐρυτᾶνες ὡμίλουν γλῶσσαν «τελείως ἀκατάληπτον», ἑπομένως μὴ ἑλληνικήν, ὥστε οἱ Εὐρυτᾶνες ἦσαν βάρβαροι· ἀφοῦ λοιπὸν οὗτοι ἦσαν βάρβαροι, ἔπρεπε κατ’ ἀνάγκην νὰ εἶναι βάρβαροι καὶ οἱ λαοὶ οἱ κατοικοῦντες βορειότερον αὐτῶν.
Ὁ Θουκυδίδης ὅμως, ὡς καθίσταται φανερὸν ἐκ τοῦ λόγου του, δὲν ἀποδίδει τοιαύτην ἔννοιαν εἰς αὐτούς, ὁποίαν ἀποδίδουν οἱ ἀρνούμενοι τὴν ἑλληνικότητα αὐτῶν. Ἐὰν ὁ Θουκυδίδης ἤθελεν νὰ ἀποδώσῃ τὴν ἰδιότητα ταύτην καὶ νὰ θεωρήσῃ αὐτοὺς βαρβάρους καὶ ἑπομένως καὶ τοὺς Ἠπειρώτας, θὰ ἔλεγεν ὅτι οὗτοι ἦσαν «ἄγνωστοι γλῶσσαν» καὶ ὄχι «ἀγνωστότατοι», διότι μία γλῶσσα δὲν δύναται νὰ λεχθῇ ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀκατάληπτος.
Τὰ Σχόλια εἰς Θουκυδίδην μεταφράζουσιν ὀρθότατα: «οὐκ ἔχοντες τὴν διάλεκτον εὔκολον γνωσθῆναι», ὡμίλουν δηλαδὴ οἱ Εὐρυτᾶνες διάλεκτον, ἡ ὁποία δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εἶναι εὐκόλως καταληπτή. Ἑπομένως ἡδύνατό τις νὰ ἐννοῇ τὴν γλῶσσαν αὐτῶν μετά τινος δυσκολίας, ὥστε ἦσαν Ἕλληνες.
Τοῦτο ἄλλως τε εἶναι καὶ αὐτονόητον, ἀφοῦ οἱ Εὐρυτᾶνες ἀπετέλουν τὴν σπουδαιοτέραν φυλὴν τῶν Αἰτωλῶν (Θουκ. ἐνθ. ἀνωτ. μέγιστον μέρος τῶν Αἰτωλῶν) καὶ καθ’ ὅλην τὴν ἀρχαιότητα οὐδεὶς ποτὲ διενοήθη νὰ ἀμφισβήτησῃ τὴν ἑλληνικότητα αὐτῶν[11].
Ὅταν ὁ βασιλεὺς Φίλιππος κατ’ ἀπαίτησιν τῶν Ρωμαίων καὶ τῶν Αἰτωλῶν ὑπεχρεώθη ν’ ἀποχώρηση ἐξ ἀπάσης τῆς Ἑλλάδος «ἀπάσης τῆς Ἑλλάδος ἐκχωρεῖν», ἀπήντησε πρὸς αὐτοὺς περὶ ποίας Ἑλλάδος ὁμιλεῖτε ἐν τῷ παρόντι, ἀφοῦ τὸ πλεῖστον μέρος τῆς Αἰτωλίας δὲν ἀνήκει εἰς τὴν Ἑλλάδα (Πολύβ. 18, 5, 8 καὶ 3, 1).
Ὁ Φίλιππος εἶπε τοὺς λόγους τούτους, διότι τὸ ὄνομα Ἑλλὰς κατ’ οὐδένα τρόπον συνέπιπτε γεωγραφικῶς μὲ τὴν ἐθνογραφικὴν ἔννοιαν. Κατὰ τὸν Γ΄ π.Χ. αἰῶνα ὑπῆρξαν μερικοί, οἱ ὁποῖοι καὶ τὴν Θεσσαλίαν ἀκόμη δὲν κατέτασσον εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὁ δὲ Ἡρακλείδης ὁ Κριτικὸς ἐθεώρησεν ἀναγκαῖον νὰ καταπολέμησῃ διεξοδικῶς τὴν γνώμην ταύτην (F.H.G. II, 236 = Geogr. Gr. Min. I), καὶ ὅμως οὐδεὶς κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὡς καὶ σήμερον, ἐσκέφθη νὰ ἀμφισβήτησῃ τὴν ἑλληνικότητα τῶν Θεσσαλῶν.
Εἶναι λοιπὸν φανερόν, ὅτι ἡ μαρτυρία αὕτη στηρίζεται ἐπὶ παρεξηγήσεως, ἄλλη δὲ ἀπόδειξις ἔχουσα καὶ σκιὰν πιθανότητος περὶ Ἰλλυρικῆς καταγωγῆς τῶν Ἠπειρωτῶν δὲν δύναται νὰ ὑπάρξῃ. Ὁ Kretschmer (σελ. 256) παραδέχεται, ὅτι τὰ τοπωνύμια τὰ λήγοντα εἰς -ων ἦσαν συχνὰ εἰς τὴν Ἰλλυρίαν, ἀναγνωρίζει ὅμως, ὅτι ταῦτα ἦσαν ἐπίσης συχνὰ καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὡσαύτως δὲ καὶ τὰ μετὰ τῆς καταλήξεως -το σχηματιζόμενα ἐθνικά (π.χ. Θεσπρωτοί), τὰ ὁποῖα μάλιστα δὲν ἀπαντοῦν εἰς τὴν Ἰλλυρίαν, ἀποδεικνύονται διὰ τοῦ ὀνόματος Βοιωτοὶ ὡς γνήσια ἑλληνικά. Ὅσον ἄφορα ὅμως τὰ Ἰλλυρικὰ τοπωνύμια, τὰ ὁποῖα νομίζει, ὅτι εὑρίσκει εἰς τὴν Ἤπειρον ὁ Fick (Arstnamen σ. 142), ταῦτα ἢ στηρίζονται ἐπὶ ἐσφαλμένων ὑπολογισμῶν ἢ εἶναι ἐντελῶς ἀκαθόριστα (ἄλλως τε καὶ ὁ ἴδιος μόλις καὶ μετὰ βίας κατώρθωσε νὰ εὕρῃ πέντε τοιαῦτα τοπωνύμια).
Τὸ ὄνομα Βαιάκη π.χ. οὐδεμίαν δύναται νὰ ἔχῃ ἐτυμολογικὴν σχέσιν μὲ τὴν Ἰλλυρικήν, ἀλλὰ προέρχεται ἐκ τοῦ φαιός, διὰ τροπῆς τοῦ δασέος (φ) εἰς τὸ μέσον (β), ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε καὶ εἰς τὴν Μακεδονικὴν διάλεκτον[12], ἐξ οὗ ἀποδεικνύεται ὅτι τὸ φαινόμενον τοῦτο ἦτο κοινὸν καὶ εἰς τὴν Ἠπειρωτικὴν διάλεκτον ἢ τοὐλάχιστον εἰς τὸ τοπικὸν ἰδίωμα τῆς Χαονίας.
Ὁ Fick ὡς μόνα παράλληλα πρὸς τὸ ὄνομα Βαιάκη ἀναφέρει τὸ ὄρος Βαία τῆς Κεφαλληνίας ἐν Ἑλλάδι καὶ Βαιαὶ ἐν τῇ περιοχῇ τῆς Κύμης τῆς Καμπανίας, ὀνόματα, τὰ ὁποῖα οὐδεὶς δύναται νὰ θεώρησῃ Ἰλλυρικά. Καὶ τὸ ὄνομα Βουθρωτός (οὗτος εἶναι ὁ ὀρθότερος τύπος καὶ ὄχι Βουτρωτός) οὐδένα δύναται νὰ πείσῃ ὅτι ἔχει σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ ἐν Ἀπουλίᾳ Βύτωντον· τὸ ὄνομα. Βούνειμα παράγεται ἁπλούστατα ἐκ τοῦ «βοῦς» καὶ δὲν δύναται νὰ σχετισθῇ πρὸς τὸ Ἰλλυρικὸν τοπωνύμιον Βοῦννος (ἄλλως τε καὶ ποῦ εὑρίσκεται οὗτος;), τὸ ὄνομα τοῦ χωρίου Λαρίνη εἶναι ἑλληνικώτατον καὶ ἀναφέρεται ὡς ὄνομα μιᾶς πηγῆς εἰς τὴν Ἀττικήν (Plin. NH, IV, 24), τυχαία δὲ μόνον δύναται νὰ θεωρηθῇ ἡ ὁμοιότης πρὸς τὸ Larinum τῆς χώρας τῶν Φρεντανῶν.
Τὸ ὄνομα τέλος Πανδοσία, τὸ ὁποῖον κατὰ τὸν Fick (σελ. 84) «εἶναι ὡραῖον καὶ φαίνεται καθαρῶς ἑλληνικόν» κατ’ οὐδένα τρόπον δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἐξελληνισθὲν ἐκ τοῦ Bandusia· τὰ ἐν Ἰταλίᾳ καὶ Ἠπείρω ἀπαντῶντα ὁμώνυμα τοπωνύμια Κράθις προέρχονται ἀσφαλῶς ἐκ τῆς Ἠπειρωτικῆς πόλεως, καὶ εἰς τὰς δύο δὲ χώρας ὑπάρχει ποταμὸς ὀνομαζόμενος Ἀχέρων. Ἄλλως τε ἡ συνύπαρξις Ἰλλυρικῶν τοπωνυμιῶν εἰς τὴν Ἤπειρον δὲν δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ἀπόδειξις περὶ τῆς Ἰλλυρικῆς ἐθνικότητος τῶν Ἠπειρωτῶν, λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν τῆς γειτνιάσεως τῶν δύο τούτων ἐθνῶν. (Übrigens würde natürlich das vereinzelte Vorkommen illyrischer Ortsnamen bei der Nachbarschaft beider Völker für die illyrische Nationalität der Epeiroten nicht das Geringste beweisen.- σελ. 39). Ἐπίσης δὲν εἶναι oρθόν, ὅτι δῆθεν ὁ Nilsson ἀνεῦρεν μὴ Ἑλληνικὰ τοπωνύμια ἐν Ἠπείρῳ.
Ἡ νῆσος Σάσων δὲν εὑρίσκεται εἰς τὰς Ἠπειρωτικὰς ἀκτάς, ἡ Ἀργιθέα παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ρίζης, ἐκ τῆς ὁποίας καὶ τὸ Ἄργος, τὸ ὄρος Τόμαρος ἔχει τὸ ἀνάλογον αὐτοῦ εἰς τὸ Τομεὸς παρὰ τὴν Μεσσηνιακὴν Πύλον (Θουκυδ. 4, 118, 4), εἰς δὲ τὸ ὄνομα Τύμφη ἀναλογεῖ ὁ Τυμφρηστὸς καὶ Στύμφαλος. Ποίαν ὅμως σημασίαν δύνανται νὰ ἔχουν μερικὰ τοπωνύμια, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν εὑρίσκονται ἀνάλογα ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσση; Μήπως ἐξ ἄλλου δὲν ὑπάρχει πλῆθος τοπωνυμίων ἐν Πελοποννήσῳ καὶ τῇ Μέση Ἑλλάδι, ἡ ἐτυμολογία τῶν ὁποίων δὲν δύναται νὰ εὑρεθῇ ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσση;
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Nilsson ἀναγκάζεται νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι «τὰ πλεῖστα τῶν τοπωνυμίων τῆς Ἠπείρου εἶναι Ἑλληνικά» (σελ. 12). Ἡ γνώμη ὅτι τὰ ὀνόματα ταῦτα προέρχονται, ἐκ συνοικισμῶν καὶ ἐγκαταστάσεων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ κράτους τῶν Μολοσσῶν (Nilsson, σελ. 11) εἶναι ἐντελῶς ἀστήρικτος, διότι οἱ Μολοσσοὶ οὐδεμίαν πόλιν ἔκτισαν καὶ οὔτε ὑπάρχουν ἐν Ἠπείρῳ ὀνόματα τεχνητῶς σχηματισθέντα, ἂν ἐξαιρέσωμεν τὴν Ἀντιγόνειαν καὶ Βερενίκην αἱ ὁποῖαι ἱδρύθησαν ὑπὸ τοῦ Πύρρου (περὶ τούτων γίνεται λόγος ἐν τῷ τρίτῳ τόμω, τῆς ἱστορίας μου).
Ἡ γνώμη τοῦ Nilsson ὅτι τὰ ὀνόματα τῶν ποταμῶν Ἀχέρων, Κωκυτὸς καὶ Ἵναχος ἐλήφθησαν ἐκ τῶν ποταμῶν τῆς Ἑλλάδος (σελ. 12) εἶναι ἐσφαλμένη, διότι ποῦ ἀλλοῦ ὑπάρχει ἀντίστοιχον παράδειγμα, ἐκτὸς βεβαίως τῶν ἀποικιῶν, αἱ ὁποῖαι ἐδανείζοντο ὀνόματα ποταμῶν. Ἀφ’ ἑτέρου εἶναι ἐντελῶς ἑλληνικὰ τὰ προσωπικὰ ὀνόματα τῶν Ἠπειρωτῶν. Ὁ Nilsson γνωρίζει ἐλάχιστα μόνον ὀνόματα, τὰ ὁποία «φαίνονται μὴ Ἑλληνικά», δύνανται ὅμως καὶ ταῦτα κάλλιστα νὰ εἶναι ἑλληνικά.
Εἰς τὸ Ἠπειρώτικον βασιλικὸν γένος ἀπὸ τοῦ πρώτου Νεοπτολέμου, προτιμῶνται τὰ ὀνόματα τῶν ἡρώων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ εἰς τὴν βασιλικὴν οἰκογένειαν τῆς Μακεδονίας· ἕνεκα τούτου ὁ Nilsson φρονεῖ, ὅτι «οὐδεὶς Ἕλλην θὰ ἐτόλμα μὲ τόσην μεγάλην ἱεροσυλίαν νὰ μεταχειρισθῇ τὰ διασημότερα ὀνόματα τῆς Μυθολογίας» (σελ. 8). Ἀλλὰ μήπως εἶναι ἀληθῶς ἱεροσυλία νὰ δίδῃ κανεὶς τὰ ὀνόματα τῶν προγόνων εἰς τὰ τέκνα του;
Οἱ βασιλεῖς τῶν Μολοσσῶν ἐπίστευον ὅτι κατήγοντο ἐκ τοῦ Ἀχιλλέως καὶ τῆς Ἀνδρομάχης. Καὶ ὁ Ἰάσων τῶν Φερρῶν, ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Μηριόνης (Πολυαίν. VI, 1, 6), ὁ ἀνεψιὸς αὐτοῦ Ἀλέξανδρος ἦσαν γνήσιοι Ἕλληνες, ὁ δὲ Ἰφικράτης, ὁ ὁποῖος τόσον «ἱεροσύλως» (ruchlos) ὠνόμασε τὸν υἱὸν τοῦ Μενεσθέα, μολονότι δὲν κατήγετο ἀσφαλῶς ἐκ τοῦ ἀρχαίου βασιλέως τῆς Ἀττικῆς, ἦτο μάλιστα καὶ Ἀθηναῖος.
Πολλὰ δὲ ἔτη πρὸ τούτου ἄλλος Ἀθηναῖος, ὁ Ἱπποκράτης, εἶχε τὴν «ἱερόσυλον ἰδέαν» (Ruchlosigkeit) τὸν υἱὸν αὐτοῦ νὰ ὀνομάσῃ Πεισίστρατον, κατὰ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ τοῦ προγόνου αὐτοῦ Νέστορος. Περὶ τῆς ἐθνικότητος ὅμως τῶν Ἠπειρωτῶν ὁμιλοῦσιν εὐγλώτως τὰ ὀνόματα τῶν φυλῶν, τὰ ὁποία κατ’ οὐδένα τρόπον ἐλήφθησαν ἐκ τῶν ξένων λαῶν. Τὰ ὀνόματα τῶν Ἀμφιλοχίων, Ἀθαμάνων, Τυμφαιέων, Παραυαίων, Κασσωπαίων (καὶ ἄλλως Cassiopaei, Plin. IV, 2, πρβ. Κασσιέπεια, Κασσιόπη), εἶναι παντελῶς Ἑλληνικά, καὶ πρόκειται ἰδίως περὶ ὀνομάτων λαῶν, οἱ ὁποῖοι κατώκουν εἰς τὰ βόρεια σύνορα τῆς χώρας. Ἐὰν οὗτοι ἦσαν Ἕλληνες, καὶ οἱ λοιποὶ κάτοικοι τῆς χώρας ἦσαν βεβαίως Ἕλληνες.
Εἶναι κρῖμα, ὅτι ὁ Nilsson δὲν ἐπεξέτεινε τὴν ἔρευναν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν. Διὰ τῆς μεθόδου αὐτοῦ νὰ ἐκλαμβάνῃ τὰ διὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ἑρμηνευόμενα ὀνόματα ὡς ξενικά, καὶ νὰ λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν του μόνον ὅσα δὲν παράγονται ἐξ ἑλληνικῶν ριζῶν, θὰ κατέληγε πάντοτε εἰς τὸ αὐτὸ ἀποτέλεσμα καὶ ὡς συνετὸς ἀνήρ, θὰ ἐπείθετο ὅτι ἡ μέθοδος αὐτοῦ εἶναι ἐσφαλμένη. Τοῦτο ἐξάλλου εἶναι ἐκ τῶν προτέρων φανερὸν καὶ μόνον ἐκ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Nilsson ἠσχολήθην ἐνταῦθα λεπτομερῶς περὶ τῆς θεωρίας του.
Ἀντιθέτως δὲν θὰ ἀσχοληθῶ περὶ τοῦ ἐπεξεργασθέντος πρό τινος χρόνου τὴν ἱστορίαν τῆς Ἠπείρου (Lunds Universitets Arskrift N.F. 1909) διότι σπανίως εἶδον τόσον ἐσφαλμένον βιβλίον. Ὑπολείπεται πλέον νὰ καθορίσωμεν τὴν γραμμὴν τοῦ γλωσσικοῦ ὁρίου. Ὅτι οἱ Τυμφαῖοι ἦσαν Ἕλληνες, ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ ὀνόματος αὐτῶν (παρβ. Τυμφρηστός, Στύμφαλος), ὡσαύτως καὶ ἐκ τῆς θέσεως τοῦ στρατεύματος αὐτῶν ἐν τῇ Μακεδονικῇ φαλάγγι. Τὴν ἑλληνικότητα αὐτῶν ἀποδεικνύουν καὶ τὰ ὀνόματα Ἀμύντας, Ἀνδρομένης, Ἄταλος, Πολέμων, Πολυσπέρχων, Σιμμίας (Hofmann, Makedonen, σελ. 156), καὶ τέλος τὸ ὄνομα Δειπάτυρος, ἐκ τοῦ «Ζεὺς πατήρ» (πρβ. Ἡσύχιων ἐν λ.). Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ περὶ τῶν Παραυαίων, ὅπως ἀποδεικνύει τὸ ἑλληνικὸν αὐτῶν ὄνομα, τὸ ὁποῖον μνημονεύεται ἤδη ἀπὸ τοῦ Ε’ αἰῶνος (Θουκ. II, 80, 6), τούτους δὲ ὁ Θουκυδίδης (ἔνθ. ἀνωτ.) καὶ ὁ Πρόξενος (παρὰ Στεφ. Βυζαντ.) κατατάσσουν εἰς τὰς Ἠπειρωτικάς φυλάς.
Οἱ Ἀτιντᾶνες ἐμφανίζονται κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου στενῶς συνδεδεμένοι μετὰ τῶν Μολοσσῶν (Θουκ. II, 80, 5), καὶ καταριθμοῦνται ὑπὸ τοῦ Στράβωνος (VII, 326) εἰς τοὺς Ἠπειρώτας· τὸ μόνον περισωθὲν ὄνομα Λεώμαχος (Dittenb. Syll 2, 324) εἶναι ἑλληνικόν. Ὁ Ἀππιανὸς ὅμως (Illyr. 7) κατατάσσων τούτους εἰς τοὺς Ἰλλυριοὺς σφάλλεται, διότι οἱ Ἀτιντᾶνες[13] κατὰ τοὺς χρόνους τούτους, ἦσαν ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῶν Ἰλλυριῶν, χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι Ἰλλυριοί· πιθανῶς οὗτοι ἀνῆκον εἰς τούς «διγλώττους», περὶ τῶν ὁποίων ὁμιλεῖ ὁ Στράβων (VII, 327). Περὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικότητος τῶν Χαόνων μαρτυρεῖ ἕκτος τῆς συμμέτοχης αὐτῶν εἰς τὴν ἠπειρωτικὴν συμμαχίαν καὶ τὸ ὄνομα τῆς πρωτευούσης αὐτῶν Φοινίκη, τῆς πλησίον ταύτης κειμένης πόλεως Ἑλικράνου (Πολύβ. II, 6, 2) καὶ τοῦ ὄρους Χείμερα (In Acrocerauniis, Plin. Ν. Η. IV, 4), καὶ ἐπὶ πλέον τὸ ἐν τῇ περιοχῇ αὐτῶν εὑρισκόμενον Κιρραῖον πεδίον[14]. (Ἑκ. Στ. Βυζ.). Ἐκ τῶν δύο «προστατῶν αὐτῶν», τοῦ ἔτους 430, Φωτίου καὶ Νικάνορος (Θουκ. Π, 83), ὁ δεύτερος τοὐλάχιστον, ἔχει γνήσιον ἑλληνικὸν ὄνομα.
Μετὰ τῶν Χαόνων τούτων πρέπει νὰ συνδεθοῦν οἱ ἐν τῷ κόλπω τοῦ Τάραντος Χῶνες. Ἐπειδὴ οἱ τελευταῖοι οὗτοι θεωροῦνται ὡς Ἰαπυγικὸν ἔθνος, πιθανῶς καὶ οἱ Χάονες παλαιότερον ἔθνος Ἰλλυρικὸν ἐξελληνίσθη ἐνωρίτατα. Πρὸς ὑποστήριξιν τῆς ἐκδοχῆς ταύτης παραπέμπομεν εἰς τὸν Ἑλλάνικον (F.H.G.I, 51, Fr. 52), ὅστις θεωρεῖ, τοὺς Χάονας ἴδιον ἔθνος πλησίον τῶν ἠπειρωτῶν, καὶ εἰς τὸν Ἑκαταῖον (Fr. 73) ὅστις ἀναφέρει: «Δεξάροι, ἔθνος Χαόνων τοῖς Ἐγχελείοις προσεχές».
Ὁ Ἀντίνοος μνημονεύει τοὺς ἐν Ἰταλίᾳ Χῶνας ὡς «Οἰνωτρικόν Ἔθνος» (F.H.G.I, 182, 6), ἀλλὰ δὲν θεωρεῖ τούτους οὔτε Ἰάπυγας οὔτε Ἕλληνας. Ἐκ τούτων ὅμως συνάγεται ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀντιόχου δὲν ὑφίσταντο πλέον Χῶνες παρὰ τὸν κόλπον τοῦ Τάραντος, οὐδὲν δὲ ἐμποδίζει ἡμᾶς νὰ ἀναζητήσωμεν εἰς τοὺς ἐν Ἰταλίᾳ Χῶνας τὴν πρώτην ἐμφάνισιν τῶν Ἑλλήνων (Πρβ. Beloch, Gr. Gesric. I, 1, σ. 234). Πρὸς Βορρᾶν τῶν Χαόνων κατῴκουν οἱ Ἄμαντες, ὡς ἀναγράφονται ἐπὶ τῶν νομισμάτων αὐτῶν, ἢ καὶ ἐνίοτε Ἄβαντες· τὸ ὄνομα εἶναι πιθανῶς ἑλληνικὸν (ἐν Παννωνίᾳ ὑπῆρχε λαὸς ὀνομαζόμενος Amantini).
Ἡ παραγωγὴ τοῦ ὀνόματος ἐκ τῶν Ἀβάντων τῆς Εὐβοίας εἶναι τυχαία εἰκασία. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Πρόξενος τὴν φυλὴν ταύτην κατατάσσει εἰς τοὺς ἠπειρώτας (παρὰ Στεφ. Βυζαντ. ἐν λέξει Χάονες), συνάγεται ἐκ τούτου, ὅτι ἤδη κατὰ τοὺς χρόνους τούτους εἶχον ἐξελληνισθῆ ἢ ἦσαν δίγλωσσοι (Στράβ. ΥΙΙ, 327).
Οἱ πρὸς Βορρᾶν τούτων κατοικοῦντες Ἐγχέλειοι καὶ Ταυλάντιοι ὡς καὶ οἱ πρὸς ἀνατολὰς γείτονες αὐτῶν, οἱ Δασσαρῆται, χαρακτηρίζονται ρητῶς ὡς Ἰλλυριοὶ καὶ δὲν κατατάσσονται εἰς τοὺς ἠπειρώτας. Ὡς κατακλεῖδα θεωρῶ ἀναγκαῖον νὰ προσθέσω ὀλίγας λέξεις περὶ τῆς ἐθνικότητος τῶν Μακεδόνων, ὡς συμπλήρωμα τῶν ὅσων ἐλέχθησαν ἐν τῷ τρίτῳ τόμῳ τῆς παρούσης ἱστορίας μου.
Ὁ Kretschmer εἰδικεύει τὴν γνώμην αὐτοῦ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου, ὅτι οἱ Μακεδόνες «ἦσαν φυλὴ συγγενὴς τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὁποία ὅμως ἐχωρίσθη ἐκ τῶν μεταγενεστέρων ἑλληνικῶν φυλῶν προτοῦ ἐξασφαλισθῆ ἐν αὐτῇ ἡ ἑλληνικὴ ἔθνικότης» (ἐν Gercke καὶ Norden, Einleitung I, 158). Ἡ γνώμη αὕτη πλησιάζει περισσότερον τὴν ἰδικήν μου, καὶ μόνον θὰ ἤθελον νὰ εἴπω ὅτι «αἱ μεταγενέστεραι ἑλληνικαὶ φυλαί» (ἵνα εἴπω κατὰ τὸν Kretschmer) ἐχωρίσθησαν ἐκ τῶν Μακεδόνων.
Οἱ Μακεδόνες εἶναι τὸ τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὸ ὁποῖον παρέμεινεν εἰς τὴν κατὰ πρῶτον κατακτηθεῖσαν χώραν καὶ δὲν μετέσχεν ἢ ὀλίγον μόνον μετέσχε τῆς ἀναπτύξεως, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἰς τὰς βραδύτερον καταληφθείσας νοτιωτέρας χώρας, ἕως ὅτου, ἀπὸ τοῦ Ἀρχελάου εἰσεχώρησαν καὶ οὗτοι εἰς τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμόν, ὡς διεπλάσθη οὗτος ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ὁμήρου. Συμβαίνει δηλαδὴ ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦτο ἀνάλογον, ἂν οἱ Ὁλλανδοὶ καὶ οἱ λοιποὶ ἕκτος τῆς Γερμανίας γερμανικοὶ λαοὶ εἶναι Γερμανοί, οἱ Λομβαρδοὶ καὶ Πιεμόντιοι εἶναι Ἰταλοί, οἱ Προβηγκιανοὶ εἶναι Γάλλοι καὶ οἱ Καταλανοὶ Ἱσπανοί.
Ἐὰν κανεὶς ἀκολουθῇ τὸν Kretschmer ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς γλώσσης, ὀφείλει νὰ παραδεχθῇ τοῦτο· ὁ ἱστορικὸς ὅμως ποτὲ δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ παραδεχθῇ, ὅτι οἱ ἐκτὸς τῆς Γερμανίας γερμανικοὶ λαοὶ δὲν εἶναι Γερμανοί, διότι λέγουσι Dag ἀντὶ Tag, ἢ ὅτι οἱ Μακεδόνες δὲν ἦσαν Ἕλληνες, διότι ἐξέφερον (δ) ἀντί (θ). Ἄλλος γλωσσολόγος, ὁ Solmsen, ὑπεσχέθη νὰ ἀπόδειξῃ ὅτι οἱ Μακεδόνες κατεῖχον μέσην θέσιν μεταξὺ Αἰτωλῶν καί τῶν πρὸς Δυσμὰς κατοικούντων Ἑλλήνων (Berl. Phil. Wochenschr. 1907, σελ. 275), καὶ οὕτω θὰ ἠδύνατο καὶ ἀπὸ γλωσσικῆς ἀπόψεως νὰ τεθῇ τέρμα εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἐπραγματοποίησεν οὗτος τὴν ὑπόσχεσιν αὐτοῦ.
Διὰ νὰ βαπτίσωσί τινες τοὺς Μακεδόνας εἰς τοὺς Ἰλλυριούς, ἐπεκαλέσθησαν τὸ ἐπίθεμα -έστης, το ὅποιον εἶναι πολὺ σύνηθες εἰς τὴν Ἰλλυρίαν καὶ ἀπαντᾷ συχνὰ εἰς τὴν Μακεδονίαν, π.χ. Ὀρέσται, Λυγκῆσται, Διάσται (ἐθνικὸν ἐκ τοῦ Δίον παρὰ τὴν Ὀλυμπίαν, Παυσαν. IX, 30, 8, ἔνθα ἀνάγκη νὰ ἀναγνωσθῇ Διέσται).
Τὸ ἐπίθεμα ὅμως τοῦτο ἐθεωρεῖτο ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ὡς ἰδιαίτερος τύπος τῆς Μακεδονικῆς διαλέκτου: Μακεδόνων ὁ τύπος, γράφει ὁ Στέφ. ὁ Βυζάντ. ἐν λέξει Δῖον. Ἑλληνικὰ ὅμως ὀνόματα ἡρώων, ὡς Ὀρέστης, Θυέστης, ἀποδεικνύουν, ὅτι τὸ ἐπίθεμα τοῦτο ὑπῆρξεν ἀρχῆθεν εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, τῆς ὁποίας καὶ ἄλλους πολλούς τύπους διετήρησεν ἡ Μακεδόνικη διάλεκτος.
Ὑπάρχουν ὅμως ἄνθρωποι, οἱ oποῖοι δι’ οὐδεμιᾶς λογικῆς πείθονται καὶ πρὸ πάντων ὅταν πρόκειται νὰ ὑποστηρίξωσι τὰ ἐθνικὰ αὐτῶν συμφέροντα. Οὕτως ὁ Βούλγαρος Kazarow ἀνέλαβεν ἐσχάτως νὰ ἀπόδειξῃ διὰ δωδεκασελίδου διατριβῆς, ὅτι οἱ Μακεδόνες δὲν ἦσαν Ἕλληνες (Rev. d. Et. Grecques, XXIII, 1910, σ. 43 – 54). Δὲν ἐξετάζομεν ἐὰν ἔπραξε τοῦτο ὑπηρετῶν τὴν ἐπιστήμην ἢ τὴν Μεγάλην Βουλγαρικὴν ἰδέαν. Ἠσχολήθη καὶ οὗτος, κατὰ παλαιὰν συνταγὴν περὶ τὰ «γλωσσήματα». Ἐπειδὴ ὅμως αἱ λέξεις αὗται δὲν ἑρμηνεύονται διὰ τῆς Ἑλληνικῆς, ἄρα οἱ Μακεδόνες δὲν εἶναι Ἕλληνες.
Τοῦτο ὅμως δὲν ἔχει ἀπολύτως οὐδεμίαν σημασίαν, διότι εἶναι φανερόν, ὅτι οἱ Γραμματικοὶ συνέλεγον, διὰ νὰ ἑρμηνεύσωσι μόνον τὰς ἀκαταλήπτους ὑπὸ τῶν λοιπῶν Ἑλλήνων λέξεις τῆς Μακεδονικῆς διαλέκτου καὶ κυρίως τὰς Θρακικὰς καὶ Ἰλλυρικάς, αἵτινες εἰσεχώρησαν εἰς αὐτήν. Λίαν ἀνόητον εἶναι πρὸς τούτοις, ὅτι ὁ Kazarow ἀναφέρει τὸ παράδειγμα τοῦ Φρειδερίκου τοῦ Μεγάλου καὶ τῆς Αἰκατερίνης Β΄, οἱ ὁποῖοι ὡμίλουν κατὰ προτίμησιν τὴν γαλλικὴν γλῶσσαν. Εἰσήγαγον ὅμως οὗτοι τὴν γαλλικὴν ὡς γλώσαν τῆς διοικήσεως εἰς τὴν Πρωσσίαν καὶ τὴν Ρωσίαν, ὡς ἦτο ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ὄχι μόνον εἰς τὰ Μακεδονικὰ ἀποικιακὰ κράτη, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν Μακεδονίαν; Πρέπει ὅμως νὰ λεχθῇ ἀπεριφράστως: ἐξ ὅλων τῶν ἠλιθίων ἰσχυρισμῶν οἱ ὁποῖοι ἐλέχθησαν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς ἱστορίας, οὐδεὶς εἶναι ἠλιθιώτερος ἐκείνου καθ’ ὃν λαός, ὅστις ἐκυριάρχησε τοῦ κόσμου, ἀπηρνήθη τὴν ἰδίαν αὐτοῦ γλῶσσαν, διὰ νὰ προσλάβῃ ἄλλην ξένην γλῶσσαν. Ὄχι βεβαίως. Ἐκτὸς τούτου ὅμως ὑπάρχει καὶ ἄλλος ἠλιθιώτερος ἰσχυρισμός, ὅτι δηλαδὴ οἱ Μακεδόνες ἔπραξαν τοῦτο κατὰ διαταγὴν τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὅστις ἐν τῇ ἑλληνικῇ γλώσση, εἰς τὴν Ἀττικήν δηλαδὴ διάλεκτον διεῖδε τὸ κάλλιστον μέσον διὰ τὴν συγχώνευσιν τῶν ἑτερογενῶν στοιχείων τοῦ κράτους. Τοιαῦτα φρονεῖ ὁ Kazarow, ἀλλὰ πᾶν σχόλιον εἶναι περιττόν. Τὴν ὁριστικὴν ὅμως ἀπόδειξιν περὶ τῆς ἑλληνικότητος τῶν Μακεδόνων παρέχουν τὰ ὀνόματα τῶν μηνῶν αὐτῶν. Τὰ ὀνόματα ταῦτα εἶναι ἑλληνικά, δὲν ἀπαντοῦν ὅμως εἰς οὐδεμίαν ἄλλην ἑλληνικὴν πόλιν, ὥστε δὲν παρελήφθησαν ἐξ ἄλλου ἑλληνικοῦ κράτους. Ὡς γνωστόν, τὰ ὀνόματα τῶν μηνῶν τῶν Ἑλλήνων ἐσχηματίσθησαν ἐκ τῶν μεγάλων κατ’ αὐτοὺς τελουμένων ἑορτῶν. Τοῦτο συνέβη καὶ ἐν Μακεδονίᾳ. Οἱ μακεδονικοὶ μῆνες Ξανθικὸς καὶ Περίττιος παρήχθησαν ἐκ τῶν ἑορτῶν Ξανδικὰ καὶ Περίτια (Hoffmann, die Makedoncn, σελ. 107, 110). Τὰ ὀνόματα λοιπὸν τοῦ Μακεδονικοῦ ἡμερολογίου ἐσχηματίσθησαν ἐπὶ μακεδονικοῦ ἐδάφους, καὶ τὸ ἔδαφος τοῦτο ἦτο ἑλληνικόν.
[1]. Γ. Α. Μέγα, Ἀνατολικὴ Ρουμελία, Άθ. 1945, σελ. 20.
[2]. Πρβ. Ὁ τῶν Ἀλβανῶν ὀργασμός (Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως 1878, ἀριθ. 2841. Ὁ Ἀλβανικὸς Σύνδεσμος τῆς Πρισρένης (Νεολόγος 1878, ἀριθ. 2855, 2911, 2914, 2951), Gerald. Fitz, Τὸ Ἀλβανικὸν ζήτημα (Αἰὼν 1880, ἀριθ. 3267), Περὶ τοῦ Ἀλβανικοῦ Συνδέσμου τῆς Πρισρένης (Αἰὼν 1881), Mémoire des Epirotes et des Thessaliens établis à Athènes en leur propre nom et au nom de leur compatriotes les chrétiens de l’ Epire et de la Thessalie, Athènes, 4oν, Athènes 1881, Δ. Χασιώτου, Διατριβαὶ καὶ ὑπομνήματα περὶ Ἠπείρου, Ἀθήνησιν 1887, Η. Bushati, Lidhja a Prizrenit (Kalendari Kombiar 1926) σ. 45 – 80, Mehdi Fraschëri, Liga e Prizrenit, Tiranë, 1927, A. Galanti, I’ Albania, Roma 1901, σελ. 227.
[3]. οὔτ’ αὐτῆς Ἰθάκης οὔτ’ Ἠπείροιο μελαίνης (Ὀδ. φ, 109) ἀκτὴν ἠπείροιο, Κεφαλλήνεσιν ἀνάσσων (Ὀδ. ω, 378).
[4]. οἵτ’ ἤπειρον ἔχον ἠδ’ ἀντιπέραι· ἐνέμοντο (Ἰλ. Β. 635).
[5]. Ἀλέξανδρος δὲ ἐπὶ Σίδης ᾔει. εἰσὶ δὲ οἱ Σιδῆται Κυμαῖοι ἐκ Κύμης της Αἰολίδος· καὶ οὗτοι λέγουσιν ὑπὲρ σφῶν τόνδε τον λόγον, ὅτι ὡς κατῆράν τε ἐς τὴν γὴν ἐκείνην οἱ πρῶτοι ἐκ Κύμης σταλέντες καὶ ἐπὶ οἰκισμῶ ἐξέβησαν, αὐτίκα τὴν μὲν Ἑλλάδα γλῶσσαν ἐξελάθοντο, εὐθὺς δὲ βάρβαρον φωνὴν ἵεσαν, καὶ οὐδὲ τῶν προσχώρων βαρβάρων, ἄλλα ἰδίαν σφῶν οὔπω πρόσθεν οὖσαν τὴν φωνήν· καὶ ἐκ τότε οὐ κατὰ τοὺς ἄλλους προσχώρους Σιδῆται ἐβαρβάριζον (Ἀρρ. Ἀνάβ. Ι, 26, 4, ἔκδ. Abicht).
[6]. Κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους, τοῦ θέρους τελευτῶντος, καὶ Ἀμπρακιῶται αὐτοί τε καὶ τῶν βαρβάρων πολλοὺς ἀναστήσαντες ἐστράτευσαν ἐπ’ Ἄργους τὸ Ἀμφιλοχικὸν καὶ τὴν ἄλλην Ἀμφιλοχίαν. ἔχθρα δὲ πρὸς τοὺς Ἀργείους ἀπὸ τοῦδε αὐτοῖς ἤρξατο πρῶτον γενέσθαι. Ἄργος τὸ Ἀμφιλοχικὸν καὶ Ἀμφιλοχίαν τὴν ἄλλην ἔκτισε μετὰ τὰ Τρωικὰ οἴκαδε ἀναχώρησας καὶ οὐκ ἀρεσκόμενος τῇ ἐν Ἄργει καταστάσει, Ἀμφίλοχος ὁ Ἀμφιάρεω ἐν τῷ Ἀμπρακικῷ κόλπω, ὁμώνυμον τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι Ἄργος ὀνόμασας. καὶ ἦν ἡ πόλις αὕτη μεγίστη τῆς Ἀμφιλοχίας καὶ τοὺς δυνατωτάτους εἶχεν οἰκήτορας. ὑπὸ ξυμφορῶν δὲ πολλαὶς γενεαῖς ὕστερον πιεζόμενοι Ἀμπρακιώτας ὁμόρους ὄντας τῇ Ἀμφιλοχικῇ ξυνοίκους ἐπηγάγοντο, καὶ Ἡλληνίσθησαν τὴν νῦν γλῶσσαν τότε πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων· οἱ δὲ ἄλλοι Ἀμφίλοχοι βάρβαροί εἰσιν· ἐκβάλλουσιν οὖν τοὺς Ἀργείους οἱ Ἀμπρακιῶται χρόνῳ καὶ αὐτοὶ ἴσχουσι τὴν πόλιν. οἱ δ’ Ἀμφίλοχοι γενομένου τούτου διδόασιν ἑαυτοὺς Ἀκαρνᾶσι, καὶ προσπαρακαλέσαντες ἀμφότεροι Ἀθηναίους, οἳ αὐτοῖς Φορμίωνά τε στρατηγὸν ἔπεμψαν καὶ ναῦς τριάκοντα (Θουκ. II, 68).
[7]. Αἱ ἀρχαιότεραι ἐπιγραφαὶ τῆς Ἠπειρωτικῆς ὁμοσπονδίας εἶναι αἱ II, 1336 τῆς συλλογῆς Dial-Inschr: ἐπὶ Βασιλέως Νεοπτολέμου Ἀλεξάνδρου, 302-297 π.Χ., ἤ, ἐὰν αὗται ἀναφέρωνται εἰς τοὺς χρόνους τῆς κηδεμονίας, ἀνάγονται εἰς τὸ 317 – 312. Αἱ ἐπιγραφαί (1334, 1335, 1346) ἔνθα ἀναφέρεται «βασιλεύοντος Ἀλεξάνδρου» ἀνήκουν μᾶλλον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Πύρρου (272 – 255) ἢ εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Νεοπτόλεμου (343-331).
[8]. Ζεῦ, ἄνα, Δωδωναῖε Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου – ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι. (Ἰλ. Π. 233-235).
[9]. Περὶ τῆς θέσεως τῶν Ἠπειρωτῶν ἐν τῷ Μακεδονικῷ κράτει πρβ. ὅσα γράφει ὁ καθηγητὴς κ. Δ. Κεραμόπουλος εἰς τὸ ἔργον του: ἐπίτομος Ἱστορία Φιλίππου τοῦ Β΄ τῆς Μακεδονίας, ἐν Ἀθήναις 1935, σελ. 45 (σημ. μεταφ.).
[10]. Τὸ γὰρ ἔθνος μέγα μὲν εἶναι τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτείχιστους, καὶ ταύτας διὰ πολλοῦ, καὶ σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπόν ἀπέφαινον, πρὶν ξυμβοηθῆσαι, καταστραφῆναι. ἐπιχειρεῖν δ’ ἐκέλευον πρῶτον μὲν Ἀποδώτοις, ἔπειτα δὲ Ὀφιονεύσι, καὶ μετὰ τούτους Εὐρυτᾶσιν, ὅπερ μέγιστον μέρος ἐστὶ τῶν Αἰτωλῶν, ἀγνωστάτατοι δὲ γλῶσσαν καὶ ὠμοφάγοι εἰσίν, ὡς λέγονται, (Θουκ. 3, 94, 5),
[11]. Walter Hohmann, Aetolien und die Aetoler bis zim Lamischen Kriege, Diss. Halle 1908, σ. 38.
[12]. Πλείονα περὶ τούτων ἐν Otto Hoffmann, die Makedonen, Göttingen, 1906, σελ. 232, Γ. Χατζηδάκι, Zur Abstammung der alten Makedonien. Eine ethnologische Studie, Athen 1897, καὶ Ν. Ἀνδριώτη, ἡ γλῶσσα καὶ ἡ ἑλληνικότητα τῶν Ἀρχαίων Μακεδόνων, ἐν Θεσσαλoνίκῃ, 1952, σελ. 10.
Περὶ τῆς καταγωγῆς τῶν Μακεδόνων ἄξια ἰδιαιτέρας μνείας εἶναι τὰ ἔξης ἔργα: ― 1. Γ. Χατζηδάκι, Περὶ τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων, Ἀθήνα 1896, ― 2. Γ. Χατζηδάκι, Καὶ πάλιν περὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων, Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Πανεπιστημίου, 1910-11, σελ. 87 – 134 (εἰς τὰς σελ. 122-126 γίνεται λόγος καὶ περὶ τῆς καταγωγῆς τῶν Ἠπειρωτῶν), ― 3. Τοῦ αὐτοῦ, Περὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων, Ἀθῆναι 1925 (Σύλλογος πρὸς διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων) Ἐπιτροπεία ἐθν. δημοσιευμάτων, ἀριθ. 12. ― 4. Α. Κεραμοπούλου, Μακεδονία καὶ Μακεδόνες, ἐν Ἀθήναις 1930. ― 5. Τοῦ αὐτοῦ, Οἱ βάρβαροι Μακεδόνες τοῦ Δημοσθένους, «Εἰς μνήμην Σπυρ. Λάμπρου» (1935) 63 – 67. ― 6. Τοῦ αὐτοῦ, Περὶ τῆς φυλετικῆς καταγωγῆς τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων, Ἀθῆναι 1945. ― 7. Τοῦ αὐτοῦ, Ἡ σημερινὴ Γερμανικὴ Ἐπιστήμη περὶ τῆς Φυλετικῆς Καταγωγῆς τῶν Ἀρχαίων Μακεδόνων. ― 8. Ἰωάννου Παπασταύρου, Οἱ ἀρχαῖοι Μακεδόνες ὡς συντελεσταὶ τῆς ἐθν. τῶν Ἑλλήνων ἑνώσεως, Θεσσαλονίκη, 1945. ― 9. Ἰωάννου Καλιτσουνάκη, Ἡ πολιτικὴ τοῦ βασιλέως Φιλίππου καὶ οἱ ρήτορες Δημοσθένης καὶ Αἰσχίνης, Ἀθῆναι 1949 (Ἀνάτυπον ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τόμ. 22, (1947). ― 10. Ν. Βασιλόπουλου, Δημοσθένης – Φίλιππος, Ἀθῆναι, 1949. ― 11. Α. Δασκαλάκη, Ἡ γλῶσσα τῶν Μακεδόνων κατὰ τὰς ἱστορικὰς πηγάς, Ἀθηνᾶ, 54 (1950), σελ. 260. ― 12. Σ. Κουγέα, Ἡ ὑπὸ τοὺς Μακεδόνας Ἕνωσις τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ὁ καταστατικὸς αὐτῆς χάρτης, Θεσσαλονίκη 1952, ― 13. Ff. Geyer, Makedonien bis zur Thronbesteigung Philipps II (München und Berlin 1930). [To ἔργον τοῦτο ἔχομεν μεταφράσει καὶ θὰ δημοσιευθῇ λίαν προσεχῶς]. 14. Pariboni, Macedonia, Milano 1947. (Σημ. μεταφρ.).
[13]. Περὶ τῶν Ἀτιντάνων, οἱ ὁποῖοι κατώκουν τὴν σημερινὴν περιοχὴν Δροπόλεως ― Τεπελενίου (πρβ. Klotzsch, Epirotischte, Geschichte, Berlin 1911, σελ. 13) καὶ τῶν ἀγώνων αὐτῶν κατὰ τῶν Ἰλλυριῶν πραγματεύεται ὁ Beloch εἰς τὸν Δ΄ τόμον τῆς Ἱστορίας του (σελ. 377 – 385), θὰ πραγματευθῶμεν δὲ καὶ ἡμεῖς προσεχῶς ἀπὸ τῶν στηλῶν τῆς «Ἠπειρωτικῆς Ἑστίας», (σημ. μεταφρ.).
[14]. Ἀμφίβολον εἶναι ἐὰν ἡ Φανωτή (Livius XLIII, 21, XLV, 26) ἔκειτο εἰς τὴν χώραν τῶν Χαόνων. Ἐκ τῶν ὑπὸ τοῦ Πτολεμαίου εἰς τοὺς Χάονας καταριθμουμένων πόλεων (III, 13, 5), τὸ Ἑκατόμπεδον μόνον δέον νὰ τοποθετηθῇ εἰς τὴν Δωδώνην, δηλ. εἰς τὴν Μολοσσίαν, ὡς καὶ τὸ Ὀμφάλιον, κατὰ τὴν μαρτυρίαν τῶν ἐπιγραφῶν (Dial. Inschr. II, 1334, 1335, 1347). Ὡσαύτως ἀμφίβολον εἶναι, ἐὰν ἡ Ἐλαιοὺς ἀνῆκεν εἰς τοὺς Χάονας. [Ὁ κ. Δ. Εὐαγγελίδης τοποθετεῖ τὴν Φανωτὴν εἰς τούς Ἀτιντάνας, πλησίον τοῦ σημερινοῦ Γαρδικίου καὶ τὸ Ἑκατόμπεδον εἰς τοὺς Χάονας, Ἀρχ. κάτοικοι τῆς Ἠπείρου, 1947, σελ. 18 καὶ 17], (σημ. μεταφρ.).